Πόσοι σήμερα γνωρίζουν ή ακούνε τα «λαντίνο» – τη γλώσσα των Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης; Πόσοι θυμούνται τα τραγούδια που τραγουδήθηκαν σε αυλές, γάμους, προσφυγικά σπίτια, πριν το μαύρο πέπλο της Ιστορίας σκεπάσει τη φωνή τους με σιωπή; Σε κείμενο του Θεσσαλονικιού Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας (ΑΠΘ), συγγραφέα Λέοντα Α. Ναρ και σκηνοθεσία του έμπειρου Βίκτωρα Αρδίττη, το έργο Madre Salonico συνδέει το παρελθόν με το παρόν, αφηγείται την ιστορία μιας γιαγιάς και ενός εγγονού – της Ζάνας και του Ιντό – δύο μορφών που συναντώνται σε έναν κοινό τόπο: τη μνήμη. Μέσα από τη σχέση τους ξεδιπλώνονται κομμάτια της συλλογικής ιστορίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που ξεριζώθηκαν, σιώπησαν ή χάθηκαν, μα αφήσαν πίσω τους μια γλώσσα, μια μουσική, μια πολιτιστική ταυτότητα.
Η παράσταση, γραμμένη σε ένα ιδιότυπο μείγμα ελληνικών και λαντίνο (με υπέρτιτλους), συνοδεύεται από ζωντανή μουσική υπό την καθοδήγηση της Μάρθας Μαυροειδή και το μουσικό σύνολο Σμάρι, που αναδεικνύει τις μελωδίες των εβραϊκών κοινοτήτων της Μεσογείου. Με πρωταγωνιστές την Ελένη Ουζουνίδου και τον Λεονάρδο Μπατή, το έργο αποτίει φόρο τιμής σε μια ιστορία που δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Με αφορμή την παρουσίαση της παράστασης στη Θεσσαλονίκη, στις 30 και 31 Οκτωβρίου, από την Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Σκηνής σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των 60ων Δημητρίων, συζητήσαμε με τον Λέοντα Α. Ναρ για το ερέθισμα πίσω από το Madre Salonico, τη σημασία της γλώσσας λαντίνο, τη σχέση του με τους ήρωες του έργου, αλλά και τις προκλήσεις τού να μετατρέψει τη συλλογική μνήμη σε καλλιτεχνική δημιουργία.
– Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για να γράψετε το Madre Salonico; Ήταν προσωπικό, ιστορικό ή καλλιτεχνικό;
«Το Madre Salonico είναι για μένα ένα μέσο αναμέτρησης με τη συλλογική αυτογνωσία και τον αναστοχασμό των τραυματικών γεγονότων του Ολοκαυτώματος. Πέρα από το ιστορικό ερέθισμα, ήθελα επίσης να αναμετρηθώ με το στοίχημα της διατήρησης μιας γλώσσας που χάνεται, μιας γλώσσας που δεν αποτέλεσε απλώς έναν επικοινωνιακό κώδικα. Αποτέλεσε την ίδια την έκφραση της ταυτότητας των Σεφαραδιτών, τη συλλογική τους ψυχή, την ίδια την ιστορία τους. Από αυτήν την άποψη ήταν, λοιπόν, και προσωπικό το ερέθισμα. Με εξέπληξε όμως η πρόταση του Βίκτωρα Αρδίττη, ο οποίος σκηνοθετεί αριστοτεχνικά το έργο, να το γράψω σχεδόν όλο στα σεφαραδίτικα. Εκ των υστέρων σκέφτηκα ότι το έργο, γραμμένο στα λαντίνο (στην παράσταση θα υπάρχουν υπέρτιτλοι), θα δώσει τη δυνατότητα στους θεατές να ακολουθήσουν ευκολότερα τα βήματα της πρωταγωνίστριας Ζάνας. Και, γιατί όχι, να ταυτιστούν μαζί της. Από αυτήν τη σκοπιά ήταν καλλιτεχνικό το ερέθισμα».
– Το έργο αναδεικνύει τη γλώσσα λαντίνο, που σταδιακά χάνεται. Ποια είναι η δική σας σχέση με αυτή και ποιο το μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσω της χρήσης της;
«Γράφοντας το έργο στα λαντίνο, είναι αλήθεια, ένιωσα βαθιά σύνδεση με την πολιτιστική κληρονομιά που κουβαλά αιώνες τώρα η Σαλονίκη. Το σίγουρο είναι ότι δεν έγραψα ένα θεατρικό έργο μόνο για τους Σεφαραδίτες. Το Madre Salonico δεν είναι μια απλή αφηγηματική εξιστόρηση, αλλά μια ευκαιρία να εμβαθύνουμε σε έναν μοναδικό πολιτιστικό χώρο και να αναδείξουμε τις πολυδιάστατες όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Η συνειδητοποίηση της μοναδικότητας της γλώσσας ως ζωντανού φορέα έκφρασης της συλλογικής μνήμης του σεφαραδιτικού πολιτισμού οδήγησε, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια σε μια αξιοσημείωτη αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη διατήρηση της πολιτισμικής του ταυτότητας».
– Η γιαγιά Ζάνα και ο εγγονός Ιντό έχουν μια σχέση γεμάτη ένταση, τρυφερότητα και μνήμη. Είναι αυτοί οι χαρακτήρες εμπνευσμένοι από υπαρκτά πρόσωπα;
«Ναι, υπάρχουν, ενσωματωμένες στο έργο, και ιστορίες υπαρκτών προσώπων. Είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η συγγραφή για το παρελθόν και τις ρίζες μπορεί να φέρει μαζί της και μια αίσθηση μεγαλύτερης ευθύνης. Κι αυτό γιατί, γράφοντας, αναθεωρείς ή αναδεικνύεις, άλλοτε ασυνείδητα κι άλλοτε συνειδητά, πτυχές της κληρονομιάς που είχαν παραμεληθεί ή παραμορφωθεί στον χρόνο. Οι πρωταγωνιστές του Madre Salonico ψάχνουν τις χαμένες τους ρίζες και πασχίζουν, με όχημα, στην προκειμένη περίπτωση, τη γλώσσα και το τραγούδι, να ανιχνεύσουν το νήμα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν. Ο Ιντό Μορντώχ είναι κάτοικος Νέας Υόρκης, Σεφαραδίτης τρίτης γενιάς και εγγονός της διάσημης τραγουδίστριας Ζάνας, που πρωταγωνιστεί στο έργο. Η κατανόηση και η ερμηνεία του τραυματικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, με την επανεγγραφή των ιστορικών πηγών και μαρτυριών σε ένα καλλιτεχνικό πλαίσιο, συμβάλλουν σίγουρα στη σύνδεση με το παρόν. Και βέβαια στο έργο υπάρχει και ο έρωτας, δικαιωμένος ή όχι, είναι, νομίζω, κυρίαρχος ακόμη και στις συνθήκες της υπέρτατης εξαθλίωσης. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ».
– Πώς βιώσατε τη συνεργασία με τη Μάρθα Μαυροειδή και τον Βίκτωρα Αρδίττη; Τι έφεραν στο έργο που ίσως δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο;
«Απόλαυσα αυτήν τη συνεργασία και, σίγουρα δεν προλαβαίνω, στο πλαίσιο της συνέντευξης, να απαριθμήσω τις οφειλές απέναντι τους. Είμαι σίγουρος, το έδειξε και η φοβερή ανταπόκριση του κοινού στις παραστάσεις στην Αθήνα τον περασμένο Απρίλιο, ότι τα τραγούδια που ακούγονται επί σκηνής αναδεικνύουν ιδανικά τις επιρροές από τις ποικίλες μουσικές παραδόσεις. Έχει φροντίσει η εμπνευσμένη Μάρθα Μαυροειδή με το μουσικό σύνολο Σμάρι και την πολύτιμη συνδρομή του εξαιρετικού Φώτη Σιώτα, που συμπλήρωσε το κουαρτέτο εγχόρδων μαζί με την λύρα, το τσέλο και το κοντραμπάσο, τραγουδώντας τρία τραγούδια με ηχόχρωμα παλιού Σεφαραδίτη. Η Μάρθα με τις ενορχηστρώσεις της κατάφερε να κάνει την πληθώρα μουσικών επιρροών να μοιάζει σαν κάτι απόλυτα φυσικό, είναι ευρηματική η προσέγγιση της. Νιώθω πραγματικά τυχερός. Εκτός από τους μουσικούς, τον ρόλο της Ζάνας ερμηνεύει η Ελένη Ουζουνίδου και του Ιντό ο Λεονάρδος Μπατής. Τι να πω για τη Λένα; Υποκριτικό διαμέτρημα σπάνιου βεληνεκούς, δάμασε τον πολύ απαιτητικό ρόλο και, πού το βάζεις κι αυτό(;) κατάφερε να τον αποδώσει ιδανικά σε μια ξένη γλώσσα. Κι ο Λεονάρδος, αναμετράται υποδειγματικά με το τραύμα με μια μεστότατη ερμηνεία, χωρίς να αποχωρίζεται επί σκηνής και το κλαρίνο του. Ε… όλο αυτό το σύμπαν ο Βίκτωρ Αρδίττης το έφερε σε μια ισορροπία, κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, με την απαράμιλλη αισθητική και την ευρηματική σκηνοθετική του ματιά, κατάφερε εγγράψει στο παρόν, με απόλυτη επιτυχία, μια ιστορία που αναφέρεται στο παρελθόν».
– Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο να γράψετε ένα έργο που είναι ταυτόχρονα ιστορικό, πολιτισμικό και συναισθηματικό, χωρίς να γίνει διδακτικό ή μελό;
«Η κοινότητα των Σεφαραδιτών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτιστικής συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης με διαφορετικούς πολιτισμούς. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν, γράφοντας ένα θεατρικό έργο, μπορείς να εστιάσεις στις προκλήσεις και τα οφέλη της συνύπαρξης. Αλλά και της διατήρησης της ταυτότητας από γενιά σε γενιά. Αν μπορείς να προσεγγίσεις τις συναισθηματικές αντιφάσεις που συχνά συνοδεύουν τις ιστορίες της μετανάστευσης, του εκτοπισμού. Όπως και της ελπίδας, της επιβίωσης και της αναγέννησης. Η κατανόηση και η ερμηνεία του τραυματικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, με την επανεγγραφή των ιστορικών πηγών και μαρτυριών σε ένα καλλιτεχνικό πλαίσιο, θεωρώ ότι μπορεί να συμβάλει στη σύνδεση με το σήμερα. Μια ακόμη πρόκληση ήταν ότι, ενώ έχουμε ήδη δεκάδες λογοτεχνικά έργα και κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές παραγωγές σχετικά με τη σεφαραδίτικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης και το Ολοκαύτωμά της, δεν συμβαίνει το ίδιο με την παρουσία αυτής της θεματικής στο εγχώριο θέατρο. Στο θέατρο ασφαλώς και υπάρχει η επινόηση, η μυθοπλασία είναι τελικά η δημιουργία. Αναρωτιέμαι συχνά, είναι αδύνατον, όμως, ένα μυθοπλαστικό έργο να μελετηθεί στη βάση της ορθολογικής σκέψης και της εμπειρικής επιστήμης; Νομίζω ότι η απάντηση δεν είναι δεδομένη, πρέπει όμως σίγουρα να συμφωνήσουμε ότι κανένα θεατρικό, αλλά και λογοτεχνικό, έργο, όσο «επινοημένο» και να είναι, δεν αναπτύσσεται σε ιστορικό κενό. Η ίδια η επινόηση κινείται πάντα μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο».
– Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η θέση του σεφαραδίτικου πολιτισμού στη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα; Αναγνωρίζεται ή είναι στο περιθώριο;
«Θέλουμε δεν θέλουμε είναι μέρος της ιστορίας της, και στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια και στην Καβάλα και όπου αλλού υπήρχαν μεγάλες σεφαραδίτικες κοινότητες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Τα τραγούδια, η γλώσσα και τα έθιμα, όλη αυτή η ανάμνηση της συμβίωσης των θρησκειών και των πολιτισμών πριν την Καταστροφή, η εξακολουθητική συνθήκη της προσφυγιάς, δεν μπορούν να απαλειφθούν όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι. Η άρνηση εφησυχασμού στη λήθη πρέπει να είναι ισχυρή, στο έργο το παρόν και το παρελθόν συνυπάρχουν με την ανησυχία της συναισθηματικής αποστασιοποίησης που ίσως στιγματίσει τις επόμενες γενιές. Αλλά και με την υπέρτατη ανάγκη διαχείρισης της μνήμης των πολλών απόντων».
Η ταυτότητα της παράστασης (30 Οκτωβρίου 2025 έως 31 Οκτωβρίου 2025, 21:00, Αίθουσα ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΡΙΑΔΗΣ Μ2):
Σκηνοθεσία Βίκτωρ Αρδίττης
Διασκευή σεφαραδίτικων τραγουδιών, πρωτότυπη μουσική Μάρθα Μαυροειδή
Σκηνικά, κοστούμια Μαρία Πανουργιά
Φωτισμοί Μελίνα Μάσχα
Προβολές Μάριος Γαμπιεράκης
Βοηθός σκηνοθέτη Άννα-Μαρία Ιακώβου
Ζάνα Ελένη Ουζουνίδου
Ιντό Λεονάρδος Μπατής
Νίκος Παραουλάκης Νέυ
Στρατής Ψαραδέλλης Πολίτικη λύρα
Μάρθα Μαυροειδή Λάφτα, φωνή
Γιώργος Ταμιωλάκης Βιολοντσέλο
Γιώργος Βεντουρής Κοντραμπάσο
Συμμετέχει ο Φώτης Σιώτας Βιολί, φωνή
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση και για τα εισιτήρια στο: https://www.tch.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=3&tcheid=3473
*Πηγή φωτ.: Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης/@Α. Σιμόπουλος
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ