Επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 30 δισ. ευρώ θα απαιτηθούν έως το 2030, καθώς η Ελλάδα καλείται να καλύψει τις ανάγκες αποκλειστικά για την ανάπτυξη νέων παραγωγικών μονάδων ενέργειας. Αυτό, χωρίς να περιλαμβάνονται οι πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που αφορούν την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, κτιρίων και κρίσιμων υποδομών. Αυτό επισήμανε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΕτΕ), Παύλος Μυλωνάς στη διάρκεια της ομιλίας του στο 9ο Φόρουμ Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης – SEEF2025.
Η πρόκληση, όπως είπε, δεν είναι μόνο τεχνική ή περιβαλλοντική, αλλά πρωτίστως οικονομική και θεσμική. Τόνισε ότι πρόκειται για ένα φιλόδοξο, αλλά απολύτως αναγκαίο εγχείρημα, που προϋποθέτει ευρεία κινητοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών πόρων και ένα ξεκάθαρο ρυθμιστικό πλαίσιο.
«Το ερώτημα είναι σαφές και δεν μπορεί να αγνοηθεί: ποιος θα χρηματοδοτήσει αυτή την ενεργειακή μετάβαση, και με ποιους όρους;», διερωτήθηκε ο ίδιος και επισήμανε ότι η ΕτΕ, ως βασικός χρηματοδότης του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα, δεν ζητά εγγυήσεις βεβαιότητας, σημειώνοντας ότι «αναλαμβάνουμε ρίσκο, αλλά όχι απεριόριστο».
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι απαιτείται ένα περιβάλλον στο οποίο οι επενδύσεις μπορούν να αξιολογηθούν και να στηριχθούν με υπευθυνότητα και ρεαλισμό.
Η ανάγκη για βιώσιμη και ρεαλιστική ενεργειακή χρηματοδότηση
Η ενεργειακή μετάβαση, όπως επισήμανε ο κ. Μυλωνάς, βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της. Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην ενσωμάτωση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ωστόσο τα επιτεύγματα αυτά συνοδεύονται από σοβαρές προκλήσεις που απειλούν τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος.
Αναφερόμενος στην ετήσια διάσκεψη για την ενέργεια, η οποία έχει καθιερωθεί ως θεσμός, φιλοξένησε για πέμπτη συνεχή χρονιά εκπροσώπους θεσμών, αγοράς και χρηματοπιστωτικού τομέα. Τόνισε ότι η ενέργεια αποτελεί ένα από τα πλέον πολυσύνθετα και στρατηγικά ζητήματα της εποχής μας, με συνεχώς εξελισσόμενες πτυχές, από την ενεργειακή ασφάλεια και τους διεθνείς αγωγούς, μέχρι τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Ωστόσο, όπως σημείωσε ο κ. Μυλωνάς, ένα ζήτημα παραμένει σταθερά παρόν σε κάθε διάσκεψη και αυτό είναι η ανάγκη επιτάχυνσης των ΑΠΕ για την επίτευξη των πράσινων στόχων. «Ένα θέμα στο οποίο οι τράπεζες, και ιδιαίτερα η Εθνική Τράπεζα, έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο ως βασικοί χρηματοδότες της ενεργειακής μετάβασης», τόνισε.
Θύματα της επιτυχίας μας;
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΕτΕ, παρά τη σημαντική πρόοδο, ο υψηλός βαθμός διείσδυσης των ΑΠΕ έχει προκαλέσει νέες προκλήσεις. Η μεταβλητότητα και η αβεβαιότητα, τόσο στις τιμές όσο και στην επάρκεια ισχύος, έχουν ενταθεί, δημιουργώντας σοβαρά λειτουργικά και χρηματοδοτικά εμπόδια.
Η παραγωγή από ΑΠΕ είναι στοχαστική, καθώς εξαρτάται από φυσικά φαινόμενα όπως ο άνεμος και η ηλιοφάνεια. Η κατάργηση των εγγυημένων τιμών οδήγησε σε ακραίες διακυμάνσεις – από αρνητικές τιμές έως και άνω των Euro200/Mwh.
Πρόσθεσε ότι τα συμβόλαια σταθερής τιμής (PPAs) παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό. «Έργα χωρίς εταιρική εγγύηση κρίνονται συχνά μη τραπεζικά βιώσιμα», υπογράμμισε.
«Και όλα αυτά σε μια περίοδο όπου ο εθνικός στόχος είναι η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο 75% της ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το 2030», επισήμανε ο κ. Μυλωνάς.
Παραδείγματα προς αποφυγή και η ανάγκη για συστημική προσαρμογή
Αναφερόμενος στο πρόσφατο παράδειγμα της Ισπανίας, όπου η ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ δημιούργησε σοβαρά ζητήματα ισορροπίας, ο κ. Μυλωνάς τόνισε ότι αυτό «αποδεικνύει την ανάγκη για άμεσες θεσμικές παρεμβάσεις».
Η ελληνική αγορά, παρά τις σημαντικές προσπάθειες, εξακολουθεί να λειτουργεί με περιορισμούς και δομικές αδυναμίες, αν και όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς αναγνωρίζουν την ανάγκη μετάβασης σε ένα πιο λειτουργικό, διαφανές και προβλέψιμο μοντέλο.
Πέντε προτεραιότητες για ένα βιώσιμο ενεργειακό μέλλον
Ως βασικός χρηματοδότης της αγοράς ενέργειας, η Εθνική Τράπεζα συνοψίζει πέντε άξονες παρεμβάσεων που μπορούν να στηρίξουν τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης.
Αυτοί είναι η αναβάθμιση του δικτύου και η ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας. «Η χώρα εξάγει μόλις το 5% της παραγόμενης ενέργειας, έναντι στόχου 15%, ενώ το εσωτερικό δίκτυο παραμένει κατακερματισμένο. Η ενίσχυση των υποδομών είναι επιτακτική», τόνισε.
Για την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσω εξηλεκτρισμού, υπογράμμισε την ανάγκη επιτάχυνσης της ηλεκτροκίνησης και της ηλεκτρικής θέρμανσης.
Μιλώντας για τη στήριξη της αποθήκευσης ενέργειας, σημείωσε ότι απαιτείται προβλεψιμότητα εσόδων. «Το τρέχον μηχανισμός καλύπτει μόλις 0,8 GW, όταν οι εκτιμώμενες ανάγκες ανέρχονται σε τουλάχιστον 8 GW έως το 2030», τόνισε.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕτΕ επισήμανε επίσης την αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού του βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού και των υποδομών μέτρησης μέσω προηγμένων μοντέλων πρόβλεψης και έξυπνων μετρητών.
Σε ό,τι αφορά την επαναφορά μηχανισμών σταθεροποίησης εσόδων, εξήγησε ότι αυτές οι συμβάσεις μπορούν να προσφέρουν προβλεψιμότητα χωρίς να επιβαρύνουν υπερβολικά τον καταναλωτή ή τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το Φόρουμ διοργανώνουν στη Θεσσαλονίκη το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και η Ελληνική Ένωση Ενεργειακής Οικονομίας, σε στρατηγική συνεργασία με το Ατλαντικό Συμβούλιο και το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Ενέργειας του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ. Το φετινό Φόρουμ εστιάζει στον ενεργειακό μετασχηματισμό της περιοχής, με επίκεντρο τη διασυνδεσιμότητα, την ανθεκτικότητα και την καινοτομία.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ