Το παιχνίδι που δεν πωλήθηκε ποτέ: Μισός αιώνας χορών και αναμνήσεων

Το παιχνίδι που δεν πωλήθηκε ποτέ: Μισός αιώνας χορών και αναμνήσεων

Μισό αιώνα τώρα, η μπαλαρίνα και ο συνοδός της χορεύουν βαλς, και ο χορός τελειώνει πάντα με ένα φιλί στα χείλη. Είναι οι πρωταγωνιστές ενός παιχνιδιού που για δεκαετίες μαγνήτιζε τα βλέμματα στη βιτρίνα ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου στις Φέρες Έβρου. Οι σημερινές γυναίκες άνω των πενήντα ετών θυμούνται ακόμη τη λαχτάρα να αποκτήσουν το συγκεκριμένο παιχνίδι. Δεκάδες παιδιά τότε κολλούσαν τα πρόσωπά τους στη βιτρίνα, φωνάζοντας «μαμά, μπαμπά το θέλω». Ωστόσο, το παιχνίδι δεν πωλήθηκε ποτέ. Το βιβλιοπωλείο έκλεισε, και το ζευγάρι χορευτών ξεκουράστηκε σε μια κούτα, αλλά τώρα έχει μια δεύτερη ευκαιρία για πιρουέτες στο λαογραφικό μουσείο της περιοχής.

Το παιχνίδι αυτό, το οποίο ονομάζουν “το παιχνίδι που δεν πουλήθηκε ποτέ”, κουβαλά μια ιστορία γεμάτη έντονα συναισθήματα, αγάπη και αναμνήσεις, όπως αναφέρει ο Νικόλαος Γκότσης, ιδρυτής και πρόεδρος του λαογραφικού ιστορικού μουσείου Φερών, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Είναι ένα μικρό ζευγαράκι παιχνιδιών, αγόρι και κορίτσι, ντυμένα με ρούχα της εποχής. Είναι πλαστικά ανθρωπάκια, τοποθετημένα πάνω σε ένα ξύλινο κουτί με έναν μηχανισμό που περιστρέφει τη μπαλαρίνα, ενώ ο χορευτής παραμένει σταθερός. Έχουν και οι δύο μαγνήτες στα στόματά τους, και ύστερα από χρόνια ανακαλύψαμε ότι χάρη σε αυτούς ενώνονται τα στόματά τους και καταλήγουν στο φιλί – έμοιαζαν σα να κρατούν τον χρόνο ακίνητο», προσθέτει. Η ημερομηνία κατασκευής του παιχνιδιού παραμένει άγνωστη, αλλά, κρίνοντας από τα καλώδια ρεύματος, χρονολογείται κάπου στη δεκαετία του ’60 και πιθανώς να έχει κατασκευαστεί από κάποια ελληνική εταιρεία. Αν και υπήρχαν και άλλα παρόμοια παιχνίδια, το συγκεκριμένο είναι μοναδικό στο είδος του.

Η ιστορία του παιχνιδιού ξεκινά όταν ο αείμνηστος Φώτης Ιωαννίδης, που διατηρούσε ένα πολυκατάστημα με σχολικά είδη, παιχνίδια και κολώνιες, τοποθέτησε το ζευγάρι των χορευτών σε μία από τις βιτρίνες. Ο κόσμος ανυπομονούσε να έρθει το απόγευμα για να το βάλει στην πρίζα ο ιδιοκτήτης και να αρχίσει να γυρίζει. Χωρίς εντυπωσιακές φιγούρες, αλλά με απλές περιστροφές, η μπαλαρίνα παρέμενε στη βιτρίνα, όπως και η άρνηση των ιδιοκτητών να την πουλήσουν. Ποτέ δεν μάθαμε γιατί δεν το αποχωρίστηκαν, αλλά πιθανότατα επειδή, μετά από χρόνια, έγινε η μασκότ του μαγαζιού και γνωστό ακόμη και στους τουρίστες», σημειώνει ο κ. Γκότσης.

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, το βιβλιοπωλείο πουλήθηκε, και ο κ. Γκότσης αγόρασε αρκετά αντικείμενα, μένοντας έκπληκτος όταν ανακάλυψε το απούλητο παιχνίδι. Το πήρε χωρίς δεύτερη σκέψη και έκτοτε κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείου.

«Έχουμε τη χαρά να είναι συντηρημένο το παιχνίδι και να λειτουργεί κανονικά. Το βαλς συνεχίζει να τραβάει τα βλέμματα στο δεύτερο όροφο του πέτρινου μουσείου, όπου κλείνει η ξενάγηση. Είναι απόκοσμο, αθώο και νοσταλγικό, σχεδόν θλιβερό· όχι ως ένα προϊόν, αλλά ως μικρό μουσείο συναισθημάτων».

Loading

Play