Ανάλυση της ανθεκτικότητας των οικονομικών συστημάτων Κίνας και Ρωσίας έναντι των δυτικών κυρώσεων. Τριάμισι χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα μπορούσε κανείς να αναμένει ότι η Δύση θα είχε αναπτύξει στρατηγικές για να περιορίσει τις εξαγωγές ενέργειας της Ρωσίας. Επιπλέον, με την επικείμενη επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία το 2025, θα υπήρχε η προσδοκία για ποινές και κατά των κινεζικών εξαγωγών. Ωστόσο, οι επιτυχίες της Δύσης σε αυτούς τους τομείς παραμένουν περιορισμένες. Η Δύση έχει προσπαθήσει να αποδυναμώσει τη ρωσική οικονομία μέσω των κυρώσεων, αλλά η Μόσχα συνεχίζει να κερδίζει περίπου 600 εκατομμύρια δολάρια ημερησίως από την πώληση ορυκτών καυσίμων.
Η ανθεκτικότητα του ρωσικού ενεργειακού τομέα, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου, έχει προκαλέσει απογοήτευση σε πολλούς διπλωμάτες και πολιτικούς στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Παρά τις έντονες προσπάθειες, δεν έχει ακόμη βρεθεί κάποιος αποτελεσματικός μηχανισμός για να πλήξει τα έσοδα της Ρωσίας από την ενέργεια. Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν δεν ήταν αρκετά συνολικές για να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην οικονομία της χώρας.
Αντίστοιχα, οι εξελίξεις για την Κίνα είναι επίσης ανησυχητικές για τις ΗΠΑ. Αν και οι εξαγωγές προς την Αμερική έχουν μειωθεί, οι συνολικές κινεζικές εξαγωγές αυξάνονται, καλύπτοντας τις απώλειες από νέες αγορές. Σημαντικά είναι τα στοιχεία που δείχνουν ότι η Κίνα έχει ισχυροποιήσει τη θέση της στον παγκόσμιο εμπορικό χάρτη, ιδίως μέσω της πρωτοβουλίας Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος.
Η συνολική εικόνα δείχνει ότι, παρά τις προσπάθειες της Δύσης να αποδυναμώσει τις ρωσικές και κινεζικές οικονομίες μέσω κυρώσεων και άλλων μέτρων, οι δύο χώρες δείχνουν εκπληκτική ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Πηγή περιεχομένου: in.gr