Η ταινία Ο καουμπόι του μεσονυχτίου αποκαλύπτει τη σκληρή πραγματικότητα της μοναξιάς και της επιβίωσης στη Νέα Υόρκη. Μια σκοτεινή ιστορία που εξερευνά τη μοναξιά, τη σεξουαλικότητα και την επιβίωση στη Νέα Υόρκη, το Καουμπόι του μεσονυχτίου στηρίζεται στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, οι οποίες καθόρισαν τις καριέρες τους. «Είχα όντως προβλήματα στην ταινία όπως τη βλέπω τώρα» δήλωσε ο ηθοποιός Ντάστιν Χόφμαν το 1970, αναλογιζόμενος την ερμηνεία του ως ο καταρρακωμένος Νεοϋορκέζος απατεώνας Ενρίκο Ράτσο Ρίζο. Η ταινία, που κυκλοφόρησε στις 25 Μαΐου 1969, απέσπασε υποψηφιότητες για Όσκαρ και για τον Χόφμαν και για τον συμπρωταγωνιστή του Γιον Βόιτ, ο οποίος υποδύεται έναν αφελή Τεξανό που φιλοδοξεί να γίνει ζιγκολό μιας πλούσιας γυναίκας.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Λίο Χέρλιχαϊ, το Καουμπόι του μεσονυχτίου διαφοροποιείται σημαντικά από την προηγούμενη ταινία του Χόφμαν, τον Πρωτάρη. Ο σκηνοθέτης Τζον Σλέσιντζερ δεν θεωρούσε ότι ο Χόφμαν ήταν η προφανής επιλογή για τον ρόλο του κατεστραμμένου απατεώνα. «Είναι ένας υπέροχος ηθοποιός χαρακτήρων» δήλωσε ο Σλέσιντζερ, θυμούμενος πώς ο παραγωγός Τζέρι Χέλμαν τον προέτρεψε να τον συναντήσει.
Η ερμηνεία του Χόφμαν ενσωματώνει και τη σωματική του διάσταση. Ο ίδιος, προκειμένου να αποδώσει την αναπηρία του χαρακτήρα του, είχε μάλιστα βάλει μια πέτρα στο παπούτσι του για να κουτσαίνει χωρίς να το σκέφτεται. Δηλώνει ότι ανησυχούσε για την συνέπεια της ερμηνείας του μεταξύ των σκηνών.
Η ταινία αναδείχθηκε ως μια από τις πιο εμβληματικές του Νέου Χόλιγουντ, κερδίζοντας τρία Όσκαρ και αμφισβητώντας τις συμβατικές αφηγήσεις της εποχής.
Πηγή περιεχομένου: in.gr