Μόλις το 0,001% του θαλάσσιου πυθμένα έχει παρατηρηθεί τα τελευταία 70 χρόνια, αναδεικνύοντας την ανάγκη για εξερεύνηση. Οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να παρατηρήσουν οπτικά λιγότερο από το 0,001% του παγκόσμιου θαλάσσιου πυθμένα τα τελευταία 70 χρόνια, γεγονός που αντιστοιχεί σε μια περιοχή περίπου ίση με το ένα δέκατο του μεγέθους του Βελγίου. Αυτό καταδεικνύει έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Advances. Ο ωκεανός υφίσταται σοβαρές επιπτώσεις από την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή. Ενώ γνωρίζουμε περισσότερα σχετικά με τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην επιφάνεια της θάλασσας και στα ρηχότερα ύδατα, οι επιρροές της κλιματικής αλλαγής στον βαθύ ωκεανό, δηλαδή σε βάθος μεγαλύτερο των 200 μέτρων, παραμένουν λιγότερο κατανοητές.
Η μελέτη συνέκρινε 43.681 καταγραφές από υποβρύχιες αποστολές από το 1958 έως σήμερα, σε 14 χώρες, 120 Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) και στην ανοιχτή θάλασσα. Το καλύτερο ποσοστό των δεδομένων καλύπτει μόλις το 0,001% του θαλάσσιου πυθμένα.
Η έρευνα καταδεικνύει ότι οι γεωγραφικές ανισότητες στα δεδομένα παρατήρησης είναι εμφανείς, καθώς οι περισσότερες παρατηρήσεις έχουν πραγματοποιηθεί εντός 200 ναυτικών μιλίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία και τη Νέα Ζηλανδία. Αυτές οι χώρες, μαζί με τη Γαλλία και τη Γερμανία, ευθύνονται για το 97,2% όλων των καταδύσεων, κάτι που αποτελεί πρόβλημα κατά την εκτίμηση και διαχείριση του παγκόσμιου ωκεανού.
Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι θα χρειαστούν περισσότερα από 100.000 χρόνια για να απεικονιστεί πλήρως ο θαλάσσιος πυθμένας in situ. Αυτές οι εκτιμήσεις υποδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη για μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο εξερευνούμε και μελετούμε τον παγκόσμιο βαθύ ωκεανό.
Πηγή περιεχομένου: in.gr