Η ισραηλινή αεροπορική επιδρομή σε κατοικημένη περιοχή της Ντόχα, με στόχο στελέχη της Χαμάς, πλήττει σοβαρά την εικόνα του Ντόναλντ Τραμπ ως διεθνούς μεσολαβητή και δημιουργεί προκλήσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι σε έναν σημαντικό σύμμαχο, σύμφωνα με ανάλυση του CNN.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έσπευσε να δηλώσει ότι δεν είχε καμία συμμετοχή στην επιχείρηση και ότι ενημέρωσε αμέσως την κυβέρνηση του Κατάρ μόλις έγινε γνωστό το περιστατικό. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει το βασικό σημείο: το Ισραήλ ενήργησε μονομερώς, αγνοώντας τις συνέπειες για την αμερικανική στρατηγική και παραβιάζοντας την κυριαρχία μιας χώρας που φιλοξενεί τη μεγαλύτερη αμερικανική στρατιωτική βάση στη Μέση Ανατολή.
Πολιτική και προσωπική έκθεση
Η επιδρομή, που σκότωσε πέντε μέλη της Χαμάς αλλά όχι την ηγετική ομάδα που συμμετείχε στις συνομιλίες για εκεχειρία, αποτέλεσε προσωπική προσβολή για τον Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα, ενίσχυσε την εικόνα ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου προτάσσει τους δικούς του στόχους έναντι των αμερικανικών προτεραιοτήτων ασφαλείας.
Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ, Έντουαρντ Τζερετζιάν, σημείωσε στο CNN ότι «οι επιθέσεις έρχονται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη στιγμή των διαπραγματεύσεων για εκεχειρία» και κατηγόρησε το Ισραήλ ότι «δεν λαμβάνει υπόψη τα εθνικά συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ».
Οι αμερικανοϊσραηλινές σχέσεις και η στάση Νετανιάχου
Η κίνηση του Τελ Αβίβ μπορεί να υπονομεύσει την αμερικανική ειρηνευτική πρωτοβουλία, να ενισχύσει την αιματοχυσία στη Γάζα και να αποξενώσει ακόμη περισσότερο συμμάχους στην περιοχή. Το Κατάρ, που λειτουργεί ως βασικός διαμεσολαβητής και φιλοξενεί στελέχη της Χαμάς, εξέλαβε την επίθεση ως «κρατική τρομοκρατία» και αισθάνεται προδομένο μετά από χρόνια συνεργασίας με την Ουάσιγκτον σε κρίσιμα διπλωματικά μέτωπα.
Παράλληλα, η επίθεση θέτει σε δοκιμασία την εικόνα των ΗΠΑ ως εγγυητή ασφάλειας στον Κόλπο: εάν δεν κατάφεραν να αποτρέψουν μια ενέργεια που σημειώθηκε ουσιαστικά «κάτω από τη μύτη» της αμερικανικής βάσης στο Αλ Ουντέιντ, οι υπόλοιποι σύμμαχοι της περιοχής ίσως αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των αμερικανικών δεσμεύσεων.
Η ισραηλινή κυβέρνηση υποστήριξε ότι θα κυνηγήσει τους ηγέτες της Χαμάς «όπου κι αν βρίσκονται», με τον Νετανιάχου να δηλώνει ότι «η εποχή της ασυλίας έχει τελειώσει». Πολλοί αναλυτές, ωστόσο, ερμηνεύουν την επίθεση ως ένδειξη ότι ο πρωθυπουργός επιδιώκει την παράταση του πολέμου, αποφεύγοντας την κριτική για τα λάθη ασφαλείας της 7ης Οκτωβρίου 2023 και κρατώντας σε εκκρεμότητα τις προσωπικές του δικαστικές εκκρεμότητες.
Η αμερικανική θέση σε αμφισβήτηση
Ο Λευκός Οίκος, μέσω της εκπροσώπου Καρολάιν Λέβιτ, καταδίκασε ασυνήθιστα έντονα την ενέργεια, τονίζοντας ότι «η μονομερής βομβιστική επίθεση σε κυρίαρχο κράτος και στενό σύμμαχο των ΗΠΑ δεν προωθεί ούτε τους στόχους του Ισραήλ ούτε της Αμερικής». Παρ’ όλα αυτά, το πλήγμα στην αξιοπιστία του Τραμπ είναι σοβαρό. Η υπόσχεσή του ότι θα εγγυηθεί μελλοντική συμφωνία εκεχειρίας ακούγεται πλέον κενή, καθώς η ίδια η ισραηλινή επίθεση δείχνει ότι οι δεσμεύσεις του μπορούν να αγνοηθούν.
Επιπλέον, η σχέση του Τραμπ με το Κατάρ γίνεται πιο περίπλοκη, καθώς είχε πρόσφατα δεχθεί την προσφορά ενός Boeing 747 από το εμιράτο για να χρησιμοποιηθεί ως νέο Air Force One —ένα δώρο που εγείρει ερωτήματα για σύγκρουση συμφερόντων.
Η επίθεση στη Ντόχα ανέδειξε με τον πιο δραματικό τρόπο την περιορισμένη επιρροή της Ουάσιγκτον επί του Ισραήλ και άφησε τον Τραμπ εκτεθειμένο σε κατηγορίες ότι δεν μπορεί να υπερασπιστεί ούτε την αξιοπιστία των ίδιων των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας. Η εικόνα του «προέδρου της ειρήνης» που φιλοδοξούσε να καλλιεργήσει φαίνεται πιο εύθραυστη από ποτέ.