[IMATZ]
Φώτης Κόντογλου: Ένας εμβληματικός ζωγράφος και η αδικία του ελληνικού κράτους – Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του

Φώτης Κόντογλου: Ένας εμβληματικός ζωγράφος και η αδικία του ελληνικού κράτους – Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του

«Τώγραψα στο κουτί τα τσιγάρα αγαναχτισμένος για τα μαρτύρια που μου κάνουν οι αποχτηνωμένοι αυτοί άνθρωποι, μη πληρώνοντάς με για τις ζωγραφιές που έκανα στη Δημαρχία. Τώγραψα το δράμα στις 12 Αυγούστου 1941»… Ένα σύντομο οργίλο μήνυμα του Φώτη Κόντογλου, γραμμένο σ’ ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα κασετίνα. Για να μείνει η αδικία. Να μην ξεχαστεί στον χρόνο. Σαν πεισματάρικη εξομολόγηση σε νεανικό ημερολόγιο, σαν τεκμήριο πιστοποίησης ενός μπαταχτσή κρατικού μηχανισμού σε βάρος του πολίτη. Και τι πολίτη! Του σπουδαίου ζωγράφου, που κάποτε «άνοιξε μια πόρτα στη μίζερη, μικρόπνοη, κλεισμένου χώρου, λογοτεχνία μας και μπήκε μια μεγάλη πνοή ανοιχτής θάλασσας, ανοιχτού αγέρα στην Ελλάδα», όπως σχολίαζε τη δεκαετία του 1920 ο Νίκος Καζαντζάκης.

Το 1937, ύστερα από μία περιπετειώδη διαδρομή που τον έχει οδηγήσει στο φιλόξενο λιμάνι της ζωγραφικής, δέχεται την πρόταση του δημάρχου Κοτζιά να διακοσμήσει το εσωτερικό του δημαρχιακού μεγάρου στην οδό Αθηνάς. Έχει ζητήσει τα έξοδα για τα υλικά και την αμοιβή των συνεργατών του. Όταν το έργο ολοκληρωθεί, λέει, θα πληρωθεί όλα τα υπόλοιπα. Θέλει να φτιάξει ένα ατελιέ, όπου θα μπορεί να εργάζεται απερίσπαστος και με άνεση. Στο σπίτι του δεν υπάρχει κατάλληλος χώρος γι’ αυτήν τη δουλειά.

Ρίχνεται με πάθος στην ανάθεση, σχεδιάζει και ξαναρχίζει. Θέλει να ιστορήσει «το ενιαίον της φυλής» και καταλήγει να στολίσει τους τοίχους με μία παράταξη 65 μορφών από τον μύθο ίσαμε την πραγματικότητα, από τον Θησέα έως τον Κολοκοτρώνη. Το έργο ολοκληρώνεται όταν η Ελλάδα μπαίνει στον πόλεμο. Η τέχνη του τον κρατάει ζωντανό, αλλά η εργασία αυτή αποδεικνύεται καταστροφική για τα οικονομικά της οικογένειάς του, καθώς ο δήμος δεν του καταβάλλει την αμοιβή. Αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι του για μερικά καρβέλια ψωμί και να εγκατασταθεί με την οικογένειά του σε ένα γκαράζ!

«Αν θες ν’ ανέβεις σε ουράνιες σφαίρες, γίνε καλλιτέχνης. Μα αν θες να πιεις φαρμάκια, γίνε καλλιτέχνης» χαράζει σε ένα πακέτο τσιγάρα, μόνιμο πια πνευματικό, που «ακούει» πρόθυμα τις πίκρες και τα παράπονά του, γιατί το χρέος του δήμου ουδέποτε θα καταβληθεί. Αντίθετα, μετά τον πόλεμο, θα παραγραφεί.

Όμως, δεν θα είναι αυτό το μόνο παράπονο…

Από τη μοναστική γαλήνη στην εξερεύνηση…

Ο Κόντογλου είναι μία δυσανάγνωστη ανήσυχη προσωπικότητα. Κοσμοπολίτης, κοινωνικός, χιουμορίστας από τη μία, κλειστός, μονοκόμματος και πεισματάρης από την άλλη. Από παιδί έχει ζυμωθεί με τη φύση της ειδυλλιακής Αγίας Παρασκευής, όπου βρίσκεται το μοναστήρι του ηγούμενου θείου του, Στέφανου Κόντογλου. Ένας ταπεινός ναός και μερικά κελιά περιτριγυρισμένα από το Αιγαίο είναι ο παράδεισος του μικρού Φώτη. Καθώς μεγαλώνει πλάι στο πέλαγο, ονειρεύεται να γίνει καπετάνιος, ν’ ακολουθήσει τη ναυτική διαδρομή του πατέρα του. Αυτός, άλλωστε, είναι κι ο λόγος που κράτησε το επώνυμο Κόντογλου, της μάνας του. Το επώνυμο του πατέρα του δεν το «φόρεσε» ποτέ.

Αλλά η αγάπη του για τη φύση και η γοητεία τής ήρεμης καλογερικής ζωής δεν θα αργήσουν να αλλάξουν. Η ζωγραφική και η αγιογραφία θα γίνουν το τελικό του ταξίδι. Στο γυμνάσιο, αποφασίζει να εκδώσει το σχολικό περιοδικό «Μέλισσα», αναλαμβάνοντας την εικονογράφηση. Επισκέπτεται και ζωγραφίζει ναούς και ξωκλήσια. Αποφοιτώντας, ο θείος του τον στέλνει στην Αθήνα να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Το 1914, ο Φώτης είναι 19 ετών και αποφασίζει να εγκαταλείψει τις σπουδές για να ταξιδέψει. Πηγαίνει στο Βέλγιο και στη συνέχεια στην Ισπανία, καταλήγοντας στο Παρίσι, όπου εργάζεται για την επιβίωσή του. Ο Κόντογλου αρχίζει να γράφει και να εικονογραφεί, ενώ η ματιά του αγγίζει βαθιά θέματα, που θα γίνουν κοινός τόπος της εξπρεσιονιστικής και υπαρξιστικής πεζογραφίας.

Τρία χρόνια μένει ο Κόντογλου στη γαλλική πρωτεύουσα, εγκαινιάζοντας τη συγγραφική του δραστηριότητα με το μυθιστόρημα «Πέδρο Καζάς», μία ιστορία που θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του. Το 1919, επιστρέφει στην πατρίδα και εργάζεται στο παρθεναγωγείο των Κυδωνιών. Ιδρύει τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι», με στόχο την ενίσχυση μίας καθαρής καλλιτεχνικής έκφρασης.

Ο Στρατής Δούκας αναλαμβάνει την κυκλοφορία του «Πέδρο Καζάς» στην Ελλάδα, ενθουσιάζοντας το κοινό και τους κριτικούς. Το έργο συγκεντρώνει στοιχεία από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά κινήματα της εποχής και επηρεάζει τη γενιά του ’30. Ο Φώτης Κόντογλου γράφει: «Την αγάπη μου για ό,τι αποτελεί μία καταφρόνεση της στεγνής λογικής […] το κέντρισμα γι’ αυτό το παιχνίδι του θαυμαστού, που λέω να μη το σταματήσω ποτέ μού το ΄δωσε πρώτη φορά ο Pedro Kazas του Κόντογλου».

Το 1921 ο Φώτης καλείται να πολεμήσει στο μέτωπο της Μικρασίας. Μετά τον πόλεμο, επιστρέφει στον τόπο του και, παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, με την εικόνα της Αγίας Παρασκευής φεύγει, πια, ως πρόσφυγας.

Δεκαετίες μετά, η Έλλη Αλεξίου διηγείται πόσο οι καλλιτέχνες πίστευαν στο ταλέντο του και ήθελαν να του παρέχουν βοήθεια, ώστε να μην παραδέρνει στην προσφυγιά. Τελικά, τον καλούν στην Αθήνα και του βρίσκουν δουλειά στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν.

Ένας αισθητικός άνθρωπος με παγκόσμιες πνοές

Την άνοιξη του 1923 επισκέπτεται το Άγιον Όρος, όπου ανακαλύπτει τη βυζαντινή τέχνη και βρίσκει τη δημιουργικότητά του. Ο Φώτης αναγνωρίζει την αξία της τέχνης που αγνοούσε και αρχίζει να ζωγραφίζει ενεργά. Το 1933 θα πάρει το δίπλωμα του από τη Σχολή Καλών Τεχνών, συμμετέχοντας σε καλλιτεχνικές εκθέσεις.

Το 1960 τιμάται με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και δύο χρόνια αργότερα, μετά από ένα ατύχημα, φεύγει από τη ζωή. Αν και δεν πληρώθηκε για τη διακόσμηση του δημαρχιακού μεγάρου, κατάφερε να ζήσει την οικογένειά του αξιοπρεπώς από τις κατοπινές αναθέσεις. Οι εγγονοί του δώρισαν το πλούσιο αρχείο του στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.

Πηγές πληροφοριών και φωτογραφιών

– Επίσκεψις Φώτη Κόντογλου (Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2023)

– «… λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες», Γ. Τσαρούχη (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1989)

– Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Λ. Πολίτη (Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2020)

– Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, R. Beaton (Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996)

– Αρχείο Νίκου Καζαντζάκη

– Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)

– ΑΝΕΜΗ, ψηφιακή βιβλιοθήκη νεοελληνικών σπουδών

– Αρχείο Εφημερίδων Τ. Α. Μανιατέα

Loading

Play