Μιχ. Παπαπέτρου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: Το έργο του Λάρσον μάς υπενθυμίζει να προσπαθούμε να μείνουμε αληθινοί απέναντι στα όνειρά μας

Μιχ. Παπαπέτρου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: Το έργο του Λάρσον μάς υπενθυμίζει να προσπαθούμε να μείνουμε αληθινοί απέναντι στα όνειρά μας

Το αυτοβιογραφικό ροκ μιούζικαλ του βραβευμένου με Πούλιτζερ και Τόνυ συνθέτη και στιχουργού Τζόναθαν Λάρσον, «Tick, Tick… Boom!», ήρθε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, φέρνοντας στο επίκεντρο το κυνήγι των ονείρων και την αγωνία του χρόνου που τρέχει.

Ένας νεαρός καλλιτέχνης, λίγο πριν κλείσει τα τριάντα, παλεύει ανάμεσα στα όνειρα, την καλλιτεχνική του φιλοδοξία και την πραγματικότητα μιας ζωής γεμάτης αβεβαιότητα. Με φόντο τη Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του ’90, το έργο καταγράφει με χιούμορ, πάθος και αφοπλιστική ειλικρίνεια τον φόβο του χρόνου που περνά, την ανάγκη για δημιουργία και την πίστη ότι, παρά τα εμπόδια, αξίζει να κυνηγάς το πάθος σου.

Στην ελληνική εκδοχή του, το μιούζικαλ παρουσιάζεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ σε μετάφραση κειμένου και απόδοση στίχων της Τζούλιας Διαμαντοπούλου, μουσική διεύθυνση του Μιχάλη Παπαπέτρου και σκηνοθεσία της Έμιλυς Λουίζου.

Τρεις ηθοποιοί, δέκα χαρακτήρες, δεκατέσσερα τραγούδια. Μία συνταγή απλή, αλλά εν τέλει, τόσο ιδιαίτερη.

«Είναι μία ιστορία που μιλά με καθολικό τρόπο για την αγωνία της δημιουργίας, την πίεση του χρόνου και την ανάγκη να ακολουθήσει κανείς το όνειρό του, θέματα που αγγίζουν βαθιά τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μιχάλης Παπαπέτρου. 

«Σε μια χώρα όπου η καλλιτεχνική αναζήτηση συχνά συναντά εμπόδια, το έργο γίνεται ένας καθρέφτης που αποτυπώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω, ανάμεσα στην επιβίωση και την έκφραση. Το μιούζικαλ αποκτά ιδιαίτερο βάρος στην Ελλάδα γιατί συναντά μια γενιά που προσπαθεί να προχωρήσει μέσα σε αβεβαιότητα, αλλά συνεχίζει να ονειρεύεται. Η ιστορία του Λάρσον λειτουργεί σαν υπενθύμιση ότι η δημιουργικότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη», πρόσθεσε.

Η ανάγκη αποτελεί κεντρικό σημείο στα έργα του Λάρσον, ο οποίος θεωρείται πρόσωπο-ορόσημο στον χώρο του μιούζικαλ, καθώς με τα έργα του (είναι δημιουργός του θρυλικού Rent) το ανανέωσε ριζικά.

«Τα έργα του χαρακτηρίζονται από κοινό στοιχείο: την αίσθηση ότι οι ιστορίες γράφονται από ανάγκη και όχι από ευκολία», σχολίασε ο κ. Παπαπέτρου και συνέχισε: «Ο Λάρσον συνδύασε την ενέργεια της σύγχρονης μουσικής με μια βαθιά ανθρώπινη αφήγηση. Ένωσε τη ροκ και την ποπ μουσική και κουλτούρα με το θέατρο. Δεν έγραψε απλώς τραγούδια. Έδωσε φωνή σε ανθρώπους που δεν ακούγονταν, μίλησε για όνειρα, φόβους, απώλειες και επιμονή. Η μουσική του χτυπά σαν καρδιά, άλλοτε γρήγορα, άλλοτε αργά, αλλά πάντα αληθινά».

Το «Tick, Tick… Boom!» γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ως προσωπικό μουσικό ημερολόγιο ενός νεαρού δημιουργού που αγωνίζεται να βρει τη θέση του στον κόσμο του μουσικού θεάτρου. Παρουσιάστηκε αρχικά το 1990 με τον τίτλο «Μποέμικες μέρες», ως μονόλογος με τον ίδιο τον Λάρσον και το πιάνο του επί σκηνής. Στη συνέχεια, μετασχηματίστηκε από τη φίλη και συνεργάτιδα του Λάρσον, Βικτόρια Λήκοκ και τον θεατρικό συγγραφέα Ντέιβιντ Ώμπερν σε μιούζικαλ δωματίου για τρία πρόσωπα, σε φωνητική προσαρμογή και ενορχήστρωση από τον Στήβεν Ορήμας. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του δημιουργού του, λίγο πριν συμπληρώσει τα τριάντα έξι του χρόνια και μία μόλις ημέρα πριν από την πρεμιέρα του Rent (1996), το «Tick, Tick… Boom!» έκανε την «οφ-Μπρόντγουεϊ» πρεμιέρα του το 2001.

Παρά το ότι γράφτηκε στα τέλη του 20ού αιώνα, το «Tick, Tick… Boom!» μοιάζει σχεδόν επίκαιρο στην Ελλάδα του 2025, σύμφωνα με τον κ. Παπαπέτρου: «Το έργο μιλά για έναν άνθρωπο που βρίσκεται στο μεταίχμιο: θέλει να δημιουργήσει, να κάνει κάτι που έχει νόημα, αλλά ο κόσμος γύρω του τον πιέζει με αβεβαιότητα, οικονομικές δυσκολίες και τον φόβο της αποτυχίας. Στην Ελλάδα του 2025, μια ολόκληρη γενιά ζει με την αίσθηση ότι ο χρόνος τρέχει, ότι οι ευκαιρίες δεν είναι ποτέ αρκετές, ότι οι προσωπικές φιλοδοξίες συχνά έρχονται σε σύγκρουση με τις ανάγκες της πραγματικότητας. Το έργο δεν μιλά για καλλιτέχνες μόνο. Μιλά για κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να χτίσει κάτι δικό του μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει πιο γρήγορα απ’ όσο μπορεί να ακολουθήσει».  

Επιπλέον, όπως επεσήμανε ο αρχιμουσικός, το εν λόγω μιούζικαλ «αγγίζει» μια έννοια που στην Ελλάδα του σήμερα έχει μεγάλη βαρύτητα: την ανάγκη να μη χαθεί η ταυτότητα και η δημιουργικότητα μέσα στην πίεση της καθημερινότητας. «Το 2025 είναι μια χρονιά όπου η τεχνολογία, η εργασιακή ανασφάλεια και η πολιτιστική μετάβαση συνυπάρχουν. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το έργο του Λάρσον υπενθυμίζει τι σημαίνει να προσπαθεί κανείς να μείνει αληθινός απέναντι στο όνειρό του».

Αναπόφευκτα, η συζήτηση κατευθύνθηκε στις συνθήκες του καλλιτεχνικού χώρου στην Ελλάδα. Το πόσο θα πρέπει ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα να κυνηγήσει τα όνειρά του και το εάν αξίζει να προσπαθεί και να επιμείνει εδώ.

«Η αλήθεια είναι πως το ελληνικό τοπίο των τεχνών δεν είναι εύκολο», παραδέχθηκε ο κ. Παπαπέτρου και συνέχισε: «Οι ευκαιρίες είναι λιγότερες, τα οικονομικά περιθώρια στενά, και ο χώρος συχνά απαιτεί απόλυτη αφοσίωση χωρίς καμία εγγύηση ανταπόδοσης. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη δυσκολία υπάρχει κάτι μοναδικό: η αίσθηση κοινότητας, η έντονη συνεργατικότητα, η δυνατότητα να συνδιαμορφωθεί ο καλλιτεχνικός χώρος από τους ίδιους τους δημιουργούς. Η Ελλάδα, παρά τις αντιξοότητές της, είναι ένας τόπος όπου το προσωπικό όραμα μπορεί πραγματικά να αφήσει αποτύπωμα, ακριβώς επειδή ο χώρος είναι μικρός και ευαίσθητος στις νέες φωνές».

Όπως σημείωσε, το εξωτερικό «προσφέρει περισσότερα θέατρα, μεγαλύτερες παραγωγές και ένα πιο επαγγελματικά οργανωμένο περιβάλλον» και για κάποιους, αυτή είναι η φυσική διαδρομή, καθώς «εκεί μπορούν να εξελιχθούν, να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και να βρουν πλαίσιο που δεν υπάρχει εδώ».

«Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι λιγότερη. Είναι απλώς διαφορετική. Γι’ αυτό το ερώτημα δεν έχει μία απάντηση. Το κυνήγι του ονείρου είναι προσωπική υπόθεση, αλλά το σημαντικό είναι το εξής: Αξίζει να προσπαθήσει κάποιος στην Ελλάδα, εφόσον τον εκφράζει η ζωή εδώ. Κι αξίζει να φύγει, αν η ανάγκη για εξέλιξη τον καλεί αλλού», κατέληξε.

Σε κείμενο, στίχους και μουσική Τζόναθαν Λάρσον

06, 07, 14, 18, 20, 21, 23, 24, 26, 27, 28, 30 Δεκεμβρίου 2025

02, 03, 04, 08, 09, 10, 11 Ιανουαρίου 2026

Σύμβουλος σεναρίου: Ντέιβιντ Ώμπερν  

Σε φωνητική προσαρμογή και ενορχήστρωση από τον Στήβεν Ορήμας  

Μετάφραση κειμένου, απόδοση στίχων: Τζούλια Διαμαντοπούλου 

Μουσική διεύθυνση: Μιχάλης Παπαπέτρου 

Σκηνοθεσία: Έμιλυ Λουίζου 

Σκηνικό, κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού 

Κίνηση, χορογραφία: Ιόλη Φιλιππακοπούλου  

Σχεδιασμός φωτισμών: Χρήστος Τζιόγκας  

Σχεδιασμός ήχου: Νταβίντ Μπλουέν 

Καλλιτεχνικοί συνεργάτες: Βίβιαν Τσιταμπάνη, Αιμιλιανός Σταματάκης 

Καλλιτεχνικός συνεργάτης-σκηνογράφος: Πάρης Παρασκευόπουλος

Τζον: Πάρις Παρασκευάδης  

Μάικλ: Αργύρης Λάμπρου  

Σούζαν: Δανάη Βασιλοπούλου

Γιάννης Αγγελόπουλος ντραμς, Γρηγόρης Ντάνης κιθάρα, Μάνος Αναγνωστόπουλος μπάσο, Μιχάλης Παπαπέτρου (6, 7, 14, 23, 26, 28/12/25 & 2, 3, 4, 8, 9, 10, 11/1/26), Φρίξος Μόρτζος (18, 20, 21, 24, 27,  30/12/25) πιάνο, συνθεσάιζερ

Στις 10 & 11 Ιανουαρίου 2026 το μιούζικαλ θα παρουσιαστεί σε συνθήκες καθολικής προσβασιμότητας.

ΦΩΤΟ ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΕΘΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ/Ανδρέας Σιμόπουλος

Loading

Play