Με φόντο τη σύγχρονη Αθήνα, μια πόλη που αναμετράται διαρκώς με τα φαντάσματα διαφορετικών ιστορικών περιόδων, η ταινία μικρού μήκους «How to Shoot a Ghost» του βραβευμένου με Όσκαρ, Τσάρλι Κάουφμαν, εξερευνά τη θνητότητα, την εφήμερη ύπαρξη και τη μνήμη. Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 82ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, η ταινία παρουσιάστηκε χθες για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, παρουσία του σκηνοθέτη Τσάρλι Κάουφμαν, της σεναριογράφου Εύα H.D. και άλλων συντελεστών.
«Κάποια στιγμή στη ζωή, η ομορφιά του κόσμου αρκεί. Δεν χρειάζεται να τη φωτογραφίσεις, να τη ζωγραφίσεις ή ακόμα και να τη θυμάσαι. Είναι πλέον αρκετή». Με το παραπάνω απόφθεγμα της συγγραφέα Τόνι Μόρισον ξεδιπλώνεται το «νήμα» της ταινίας και για τα επόμενα 27 λεπτά δύο φαντάσματα, ένας μεταφραστής (Τζόζεφ Ακίκι) και μία φωτογράφος (Τζέσι Μπάκλεϊ) που μόλις έχουν πεθάνει, περιπλανιούνται στους δρόμους της Αθήνας, με φόντο τον παλλόμενο αστικό ιστό και τους επίμονους απόηχους ιστορικών στιγμών της, όπως ο λοιμός της αρχαίας Αθήνας και η Δικτατορία. Η Αθήνα στο «How to Shoot a Ghost» είναι φτιαγμένη από θραύσματα μνήμης, αρχειακό υλικό και καθηλωτικές εικόνες. Είναι μια πόλη, στην οποία, όπως έχει γράψει χαρακτηριστικά ο Τσάρλι Κάουφμαν στο σκηνοθετικό του σημείωμα, «τα λείψανα της Ιστορίας βρίσκονται πάντα σε έκθεση».
«Θέσαμε το ερώτημα, τι νομίζεις ότι θα ήθελες να δεις στην πόλη αν ήξερες ότι σήμερα είναι η τελευταία ημέρα της ζωής σου, τι θα ήθελες οπωσδήποτε να θυμάσαι, γιατί φοβάσαι ότι δεν θα το ξαναδείς;», παρατήρησε η σεναριογράφος της ταινίας και ποιήτρια Εύα H.D. κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Στέγη, αμέσως μετά την πρώτη πανελλήνια προβολή της ταινίας. Ο Τσάρλι Κάουφμαν, σκηνοθέτης της ταινίας «Η συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» και βραβευμένος με Όσκαρ σεναριογράφος της συγκλονιστικής «Αιώνιας λιακάδας ενός καθαρού μυαλού», συμπλήρωσε: «Ένα σημαντικό στοιχείο που είχαμε στο μυαλό μας είναι ότι οι πρωταγωνιστές δεν μπορούν να αγγίξουν τίποτα. Μπορούν να πλησιάσουν μεταξύ τους χωρίς καν να αγγιχθούν. Και υπάρχει αυτή η απόσταση που εκφράζεται από τη σιωπή του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκονται».
Περιθωριοποιημένοι όσο ζούσαν, οι δύο ήρωες της ταινίας επαναλαμβάνουν τη φράση «Το να μην ανήκεις είναι πατρίδα». «Είναι άνθρωποι που δεν ανήκουν σε παραδοσιακές κατηγορίες, δεν μπορούν να καταταγούν εύκολα σε κάποιον τύπο, για παράδειγμα από πού είναι, αλλά ίσως να μην είναι και από πουθενά», εξήγησε η Εύα H.D. «Όμως, υπάρχει μια κληρονομιά στο μη ανήκειν και μπορείς να βρεις τους συμπολίτες σου σε ολόκληρο τον κόσμο και αυτό είναι μεγάλη χαρά», συμπλήρωσε.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην Αθήνα σε μόλις έξι μέρες. Ο Τσάρλι Κάουφμαν περιέγραψε τις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησαν, από την κυκλοφοριακή συμφόρηση μέχρι το κρύο. «Είχαμε 37 μετακινήσεις σε έξι μέρες και προσπαθήσαμε να το κάνουμε με τρόπο που να μπορούμε να μετακινηθούμε με τα πόδια, γιατί υπήρχε τρομερό κυκλοφοριακό. Ήταν πολύ δύσκολο, συνεχώς χάναμε τον χρόνο, χάναμε το φως. Η πίεση ήταν πολύ μεγάλη. Την τελευταία μέρα το νερό ήταν παγωμένο, έκανε πολύ κρύο, ο ήλιος έδυε και δεν ξέραμε πώς να κάνουμε το γύρισμα. Είχαμε μόνο μία δυνατότητα, αλλά τα καταφέραμε», περιέγραψε προσθέτοντας: «Πήγαν πολλά πράγματα άσχημα εκείνη την ημέρα εκτός από αυτή τη στιγμή, τη στιγμή που τη χρειαζόμασταν».
Το υλικό των εξωτερικών γυρισμάτων συνυφαίνεται με δείγματα φωτογραφίας δρόμου, πλάνα από ιστορικά αρχεία και παλιά οικογενειακά βίντεο. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση και executive producer της ταινίας, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, χαρακτήρισε την ταινία «πανέμορφα περίεργη, σε έναν χώρο πολύ οικείο σε εμάς που τον βλέπαμε σαν κάτι το τελείως καινούριο, στην ίδια μας την πόλη». Θέτοντας το ερώτημα στους συντελεστές πώς αισθάνθηκαν κατά την προβολή της ταινίας στην Αθήνα, ο Κάουφμαν παραδέχτηκε ότι «ήταν μεγαλύτερο το στρες, αλλά και πολύ πιο ενδιαφέρον, γιατί βρισκόμαστε εδώ με ανθρώπους που ξέρουν τον τόπο».
Πολύ έντονη παρουσία στην ταινία έχει η μουσική, την οποία υπογράφει η Έλλα βαν ντερ Βούντε, και οι συντελεστές αποκάλυψαν ότι θα κυκλοφορήσει και δισκογραφικά.
Σημειώνεται ότι η ταινία γυρίστηκε με την υποστήριξη του Onassis Culture. Σήμερα οργανώθηκε masterclass της σεναριογράφου και του σκηνοθέτη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
![]()
