Σχεδόν τρία χρόνια μετά, η συσπείρωση της κομματικής βάσης της ΝΔ παραμένει υψηλή και το κυβερνών κόμμα προηγείται σταθερά και με διψήφια διαφορά στην πρόθεση ψήφου.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι, οι δημοσκοπήσεις δεν είναι κάλπες. Και αυτό έχει τη δική του σημασία, δεδομένου ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την πρόθεση ψήφου με την τελική εκλογική συμπεριφορά. Και αυτό γιατί οι αριθμοί αποτυπώνουν μια στιγμιαία εικόνα, η οποία μπορεί να αλλάξει γρήγορα, επηρεαζόμενη τόσο από την επικαιρότητα όσο και από τις πολιτικές πρωτοβουλίες που θα ακολουθήσουν. Ωστόσο, διαβάζοντας πίσω από τις μετρήσεις εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα.
Στη μεγάλη εικόνα η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να προηγείται στην πρόθεση ψήφου και να «τσιμπάει» ποσοστά συγκριτικά με προηγούμενους μήνες, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπολείπεται περίπου 10 μονάδες συγκριτικά με την επίδοση στις εθνικές εκλογές του 2023. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι και περίπου έναν χρόνο πριν εκείνη την εκλογική αναμέτρηση σε όλες τις μετρήσεις κινούνταν γύρω στο 30% και όλοι είχαν σχεδόν σίγουρο ότι θα σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ τελικά, διαψεύδοντας όσους καλλιεργούσαν αυτήν την άποψη.
Η μεγάλη «πληγή» της ακρίβειας
Σχεδόν τρία χρόνια μετά, η συσπείρωση της κομματικής βάσης της ΝΔ παραμένει υψηλή και το κυβερνών κόμμα προηγείται σταθερά και με διψήφια διαφορά στην πρόθεση ψήφου. Εκεί που πάσχει, όμως, είναι στην αδυναμία του να πείσει τους λεγόμενους «κεντρώους» να τη στηρίξουν με την ίδια ένταση που το έκαναν και το 2023. Σήμερα, η δεξαμενή των αναποφάσιστων είναι γεμάτη από πολίτες που ανήκουν στο χώρο του κέντρου και μέχρι στιγμής δεν έχουν καταλήξει ακόμα ποιο κόμμα θα ψηφίσουν πίσω από το παραβάν. Υπό αυτό το πρίσμα δεν χωράει καμία αμφιβολία πως η συσσωρευμένη κόπωση της δεύτερης κυβερνητικής θητείας, αλλά και η αίσθηση στασιμότητας που επικρατεί σε πολλά θέματα της καθημερινότητας, με πρώτο την ακρίβεια, φαίνεται ότι επηρεάζουν τη συνολική εικόνα.
Την ίδια στιγμή, η αντιπολίτευση αδυνατεί να καρπωθεί πολιτικά οφέλη από την αναμενόμενη φθορά της κυβέρνησης και αυτό αποτυπώνεται στην αδυναμία της να επιτύχει την καθοριστική μετατόπιση του πολιτικού κλίματος. Η δημοσκοπική βελόνα του ΠΑΣΟΚ παραμένει κολλημένη στο 12% και δεν λέει να ξεκολλήσει. Ήδη ο Νίκος Ανδρουλάκης αρχίζει να κοιτάζει στην… πλάτη του καθώς «ζυγίζει» τα δεδομένα ενόψει της παρουσίας του κόμματος Τσίπρα. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ακροβατώντας στο 3% που είναι και το όριο για να συνεχίσει την κοινοβουλευτική παρουσία του.
Στο πεδίο των μικρότερων κομμάτων, το ΚΚΕ διατηρεί αξιοσημείωτη σταθερότητα, ενώ η Ελληνική Λύση και η Νίκη εμφανίζουν μεταβαλλόμενες τάσεις, επηρεαζόμενες από επίκαιρα ζητήματα και φυσικά τη δημόσια ατζέντα.
Η «δεξαμενή» των αναποφάσιστων
Το στοιχείο που έχει ιδιαίτερη αξία να αναλυθεί είναι το υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων. Πρόκειται για μια κρίσιμη δεξαμενή, η οποία ενσωματώνει ψηφοφόρους που στις προηγούμενες εκλογές ψήφισαν Νέα Δημοκρατία και Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά δεν έχουν καταλήξει αν θα ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους δίνοντας του την ευκαιρία για μια τρίτη αυτοδύναμη πρωθυπουργική θητεία.
Συνολικά, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως, ενώ η κυβέρνηση διατηρεί την πρωτοκαθεδρία της, το πολιτικό κλίμα δεν είναι απόλυτα σταθερό. Οι αριθμοί καταγράφουν την κόπωση, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε καθοριστικό παράγοντα όσο πλησιάζουμε σε μια νέα εκλογική περίοδο.
![]()
