Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός τροφίμων απασχολούν σοβαρά τα νοικοκυριά στην Ευρώπη, ειδικά στην Ελλάδα. Η ακρίβεια έχει αναδειχθεί ως ένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά, με τους καταναλωτές στην Ευρώπη να διαπιστώνουν ότι πληρώνουν σημαντικά περισσότερα για τα ψώνια τους σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την πανδημία Covid-19. Η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί τον πληθωρισμό είναι η αύξηση των τιμών των τροφίμων, η οποία έφτασε το 2,20% τον Αύγουστο του 2025 σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Παρά την επιστροφή του γενικού πληθωρισμού στο στόχο του 2% της ΕΚΤ σε πολλές χώρες, η Ελλάδα συνεχίζει να παρατηρεί αύξηση, με τον πληθωρισμό στα τρόφιμα να έχει εκτοξευθεί κατά 30% τα τελευταία πέντε χρόνια. Το κόστος των βασικών προϊόντων, όπως το κρέας και το γάλα, έχει αυξηθεί δραματικά, προκαλώντας ανησυχία στα νοικοκυριά που προσπαθούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά.
Στη ζώνη του ευρώ, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ άνω του 15% και η επιστροφή στα φυσιολογικά επίπεδα απαιτεί περισσότερο χρόνο, με τα τελευταία στοιχεία να δείχνουν ότι παραμένει στο 3,2% τον Αύγουστο του 2025. Οι αυξήσεις αυτές προκαλούν έντονη ανησυχία, καθώς περίπου ένα στα τρία άτομα δηλώνει ότι ανησυχεί για την οικονομική του ικανότητα να καλύψει τις ανάγκες του σε τροφή.
Αν και οι αρχικές εξηγήσεις για τις αυξήσεις των τιμών συνδέονται με την πανδημία και γεωπολιτικές κρίσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Εθνική Τράπεζα επισημαίνει ότι οι τρέχουσες πιέσεις προέρχονται κυρίως από εσωτερικούς παράγοντες. Οι διαφορές στις τιμές των τροφίμων μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης είναι σημαντικές, με αυξήσεις που κυμαίνονται από 20% στην Κύπρο έως 57% στην Εσθονία.
Οι τάσεις στις τιμές των τροφίμων δεν αφορούν μόνο τη φτώχεια, αλλά έχουν και σημαντικές επιπτώσεις στη νομισματική πολιτική της ΕΕ. Τα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% του καλαθιού κατανάλωσης, γεγονός που καθιστά τη συνεχή παρακολούθηση των τιμών τους κρίσιμη για την σταθερότητα των τιμών στην ευρωζώνη.
Πηγή περιεχομένου: in.gr