Περίπατοι μνήμης στα κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης: Μια διαδρομή μέσα στην ιστορία και την κοινωνική ζωή

Περίπατοι μνήμης στα κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης: Μια διαδρομή μέσα στην ιστορία και την κοινωνική ζωή

Μπαίνοντας από την πύλη του κοιμητηρίου της Ευαγγελίστριας, η βοή της πόλης αρχίζει να χάνεται. Τα κυπαρίσσια υψώνονται σαν φύλακες της μνήμης κι ένα διαφορετικό τοπίο ξεδιπλώνεται: μάρμαρα με αγγελικές μορφές, κενοτάφια στρατιωτών, οικογενειακοί τάφοι που διηγούνται την ιστορία μιας ολόκληρης πόλης. Ο ιστορικός ερευνητής Νικόλαος Μαραντζίδης οδηγεί τους επισκέπτες στο νέο γύρο ιστορικών περιπάτων στα χριστιανικά κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης, ανατολικά των τειχών, εκεί όπου η συλλογική μνήμη συναντά την τέχνη και την πολιτική.

Το κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας ιδρύθηκε το 1875, σε μια περίοδο μεταρρυθμίσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην ίδια γειτονιά βρέθηκαν, σχεδόν δίπλα δίπλα, τα κοιμητήρια των Αρμενίων (1885-1887) και των Διαμαρτυρομένων (1887), αλλά και το πλέον ανύπαρκτο νεκροταφείο της βουλγαρικής παροικίας. Η συνύπαρξη αυτή αντανακλά τη σύνθετη πολυεθνοτική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης του 19ου αιώνα.

Στην Ευαγγελίστρια συναντά κανείς μορφές που διαμόρφωσαν την πόλη. Ο Ξενοφών Παιονίδης, ο αρχιτέκτονας που σφράγισε με τη δουλειά του νοσοκομεία, σχολεία και ιδρύματα, αναπαύεται δίπλα στον Λεωνίδα Ιασωνίδη, πολιτικό και υπερασπιστή των προσφύγων του Πόντου, ο οποίος είχε δηλώσει πως θα αποκτούσε σπίτι μόνο όταν αποκατασταθεί και ο τελευταίος πρόσφυγας. Στην ίδια διαδρομή συναντά ο επισκέπτης τον Νίκο Μουσκουντή, αξιωματικό της χωροφυλακής και λάτρη του ρεμπέτικου, που έγινε κουμπάρος του Τσιτσάνη. Η ζωή και η δράση τους, χαραγμένες πια σε μάρμαρο, γίνονται υλικό αφήγησης για την πόλη που τους φιλοξένησε.

Προχωρώντας ανάμεσα στους οικογενειακούς τάφους, οι συμβολισμοί της γλυπτικής μαρτυρούν διαδρομές από την αρχαιότητα ως το σήμερα: σαρκοφάγοι λάρνακες, σπασμένοι κίονες, λυχνίες, μορφές που θυμίζουν αρχαιοελληνικά επιτύμβια σήματα. Στους τάφους των Μακεδονομάχων, η μνήμη γίνεται θυσία και αγώνας. Η Βελίκα Τράικου, δασκάλα, κατάσκοπος και συνεργάτιδα του Ίωνα Δραγούμη, δολοφονήθηκε το 1904 από βουλγαρικά σώματα. Η ιστορία της, τραγική και ηρωική, αναδεικνύει τη συμμετοχή γυναικών στον Μακεδονικό Αγώνα, όπου ο ρόλος τους έμενε συχνά αθέατος. Ο τάφος της θυμίζει σήμερα πως η ελευθερία της Μακεδονίας δεν ήταν μόνο έργο στρατιωτών αλλά και θαρραλέων γυναικών που πλήρωσαν με τη ζωή τους.

Ένα ακόμη όνομα που συνδέθηκε με δραματικά γεγονότα είναι ο Ερρίκος Άμποτ, Γερμανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη. Δολοφονήθηκε το 1876 μαζί με τον Γάλλο συνάδελφό του Ζυλ Μουλέν στη λεγόμενη “σφαγή των προξένων”, όταν όχλος επιτέθηκε εναντίον τους κατά τη διάρκεια θρησκευτικής ταραχής στην πόλη. Ο Άμποτ, που ασπάστηκε την ορθοδοξία λόγω της συζύγου του, ετάφη στην Ευαγγελίστρια. Ο τάφος του θυμίζει πως η πόλη υπήρξε πάντα πεδίο συνάντησης αλλά και σύγκρουσης θρησκειών, διπλωματίας και πολιτικών συμφερόντων.

Τέλος, ανάμεσα στους πιο σημαντικούς σταθμούς του περίπατου βρίσκεται ο τάφος του Γιώργου Τσαρούχα. Δικηγόρος και βουλευτής της ΕΔΑ, ο Τσαρούχας συνελήφθη τον Μάιο του 1968 από τη Χούντα. Μεταφέρθηκε στα κρατητήρια της Ασφάλειας στη Βαλαωρίτου, όπου υπέστη βασανιστήρια μέχρι θανάτου. Η επίσημη εκδοχή μιλούσε για “τροχαίο ατύχημα”, μα η ιστορία έγραψε αλλιώς: το όνομά του έγινε σύμβολο της αντιδικτατορικής πάλης και η μνήμη του, χαραγμένη στον τάφο του, συνεχίζει να υπενθυμίζει τις πιο σκοτεινές σελίδες του 20ού αιώνα.

Η Ευαγγελίστρια δεν υπήρξε μόνο τόπος πένθους αλλά και κοινωνικής ζωής. Πανηγύρια στην εορτή της Παναγίας, κτίρια φιλοξενίας των προσκυνητών και εργαστήρια μαρμαρογλυπτών πλαισίωναν τη λειτουργία του. Μετά το 1932, η διαχείριση πέρασε από τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών στον Δήμο Θεσσαλονίκης, ενώ από το 1973 οι ταφές μεταφέρθηκαν στο κοιμητήριο “Αναστάσεως του Κυρίου”. Σήμερα παραμένουν μόνο οι οικογενειακοί τάφοι, σαν μικρά αρχοντικά της μνήμης.

Δίπλα στην Ευαγγελίστρια, ο ναός του Αγίου Λαζάρου θυμίζει το βουλγαρικό κοιμητήριο που καταργήθηκε μετά το 1912, ενώ λίγο πιο πάνω εκτείνεται το εν ενεργεία αρμενικό νεκροταφείο. Η αρμενική κοινότητα, μικρή ως τα τέλη του 19ου αιώνα, γνώρισε θεαματική αύξηση μετά τη γενοκτονία και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στις ταφόπλακες συνυπάρχουν ελληνικές και αρμενικές επιγραφές, σημάδι μιας παροικίας που βίωσε διωγμούς, μετανάστευση και ανασυγκρότηση, αλλά διατήρησε την παρουσία της στην πόλη. Στην ακμή της, μετά το 1922, η κοινότητα έφτασε τα δέκα χιλιάδες μέλη. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον επαναπατρισμό πολλών στην τότε Σοβιετική Αρμενία, ο αριθμός μειώθηκε, όμως το κοιμητήριο παραμένει ενεργό, σε αντίθεση με την Ευαγγελίστρια που διατηρεί μόνο οικογενειακούς τάφους. Εδώ, οι γενιές συνεχίζουν να βρίσκουν τόπο ανάπαυσης, διατηρώντας ζωντανή την παρουσία των Αρμενίων στη Θεσσαλονίκη.

Το κοιμητήριο των Διαμαρτυρομένων, από την άλλη, μιλά για μια διαφορετική όψη της πόλης. Ιδρύθηκε το 1887 με πρωτοβουλία του αιδεσιμότατου Πίτερ Κρόσμπι και αποτέλεσε χώρο ταφής για όλα τα μέλη του προτεσταντικού δόγματος. Στους τάφους του βρίσκονται ιεραπόστολοι, διπλωμάτες, έμποροι αλλά και απλοί τεχνίτες που άφησαν το δικό τους μικρό αποτύπωμα σε μια πόλη ανοιχτή στις διεθνείς επιρροές. Είναι ένα κομμάτι της Θεσσαλονίκης, που θυμίζει πως η πόλη υπήρξε πάντοτε λιμάνι πολιτισμών και ιδεών.

Ο περίπατος μοιάζει με ζωντανό μάθημα ιστορίας, κάθε στάση αποκαλύπτει μια νέα πτυχή, κάθε μνημείο κουβαλά μνήμη και συμβολισμό. Η Ευαγγελίστρια και τα γειτονικά κοιμητήρια δεν είναι μόνο τόποι ανάπαυσης αλλά και καθρέφτες της Θεσσαλονίκης, των μετακινήσεων πληθυσμών, της συνύπαρξης, των συγκρούσεων, των ονείρων και των τραγωδιών της. Στο τέλος της διαδρομής, καθώς ο ήλιος γέρνει πίσω από τα κυπαρίσσια, η αίσθηση είναι πως η πόλη έξω από τα τείχη ανασαίνει μέσα από τις σιωπηλές φωνές των νεκρών της.

Οι περίπατοι θα πραγματοποιούνται κάθε Σάββατο στις 10 το πρωί έως τις 29 Νοεμβρίου, δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό να ανακαλύψει τη μνήμη της Θεσσαλονίκης μέσα από τους χώρους της αιώνιας ανάπαυσης, αξιοποιώντας τον σκοτεινό τουρισμό που έχουν να προσφέρουν.

Loading

Play