Τα κατάγματα του ισχίου είναι συχνά, κυρίως στους ηλικιωμένους – ιδιαίτερα σε όσους πάσχουν από οστεοπόρωση – και μπορεί να προκληθούν ακόμη και μετά από μια απλή πτώση στο έδαφος. Στους νεότερους ασθενείς, τα κατάγματα αυτά είναι αποτέλεσμα υψηλής βίας, όπως σε τροχαία ατυχήματα ή πτώση από μεγάλο ύψος.
Η κλινική εικόνα μετά από ένα παρεκτοπισμένο κάταγμα ισχίου είναι χαρακτηριστική και περιλαμβάνει:
Ακτινολογικός έλεγχος
Η απλή ακτινογραφία λεκάνης-ισχίων είναι συνήθως επαρκής για τη διάγνωση. Μόνο σε περιπτώσεις αμφιβολίας, όταν υπάρχει πόνος αλλά χωρίς εμφανή παραμόρφωση ή όταν η ακτινογραφία είναι φυσιολογική, απαιτείται αξονική ή μαγνητική τομογραφία.
Ανάλογα με την εντόπιση της γραμμής του κατάγματος, τα κατάγματα ισχίου διακρίνονται σε:
Ο διαχωρισμός αυτός είναι σημαντικός, καθώς στα υποκεφαλικά κατάγματα υπάρχει διαταραχή της αιμάτωσης της κεφαλής του μηριαίου, που αυξάνει τον κίνδυνο μη πώρωσης και οστεονέκρωσης.
Υποκεφαλικά κατάγματα
Η θεραπεία είναι κυρίως χειρουργική. Μόνο κατάγματα χωρίς παρεκτόπιση σε ασθενείς υψηλού κινδύνου με πολλαπλά προβλήματα υγείας, μπορεί να αντιμετωπιστούν συντηρητικά με κατάκλιση και αποφυγή φόρτισης.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις εφαρμόζονται:
Διατροχαντήρια κατάγματα
Η θεραπεία είναι σχεδόν πάντοτε χειρουργική και περιλαμβάνει κλειστή ανάταξη και διαδερμική οστεοσύνθεση με μικρές τομές. Με τη βοήθεια ακτινοσκόπησης, τοποθετείται ειδικός ενδομυελικός ήλος που εξασφαλίζει σταθερότητα και επιτρέπει άμεση κινητοποίηση, ακόμη και σε ασταθή κατάγματα. Έτσι αποφεύγεται η παρατεταμένη κατάκλιση, που για τους ηλικιωμένους ασθενείς μπορεί να είναι καταστροφική.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα για θέματα που αφορούν την υγείας σας, εδώ
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ