Η αμερικανική οικονομία αντιμετωπίζει προκλήσεις καθώς οι δασμοί περιορίζουν τις καταναλωτικές δαπάνες και επηρεάζουν τις επιχειρήσεις. Σε μια περίοδο έντονης αβεβαιότητας, πολλοί Αμερικανοί αισθάνονται την πίεση των δασμών, οι οποίοι περιορίζουν την οικονομική τους ευχέρεια, καθώς ο εμπορικός πόλεμος που ξεκίνησε υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζεται. Οι καταναλωτικές δαπάνες καταγράφηκαν να επιβραδύνονται σημαντικά, υποχωρώντας στο 1,2% από το 4% που ήταν νωρίτερα, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία για το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Αυτή η κατάσταση υποδεικνύει ότι οι περικοπές στις δαπάνες, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος των προϊόντων, έχουν άμεσες επιπτώσεις και στις επιχειρήσεις. Τα εταιρικά κέρδη υπήρξαν απογοητευτικά, με πτώση κατά 118 δισεκατομμύρια δολάρια το πρώτο τρίμηνο, αποτελώντας την μεγαλύτερη πτώση από την αρχή της πανδημίας.
Οι τελευταίες εκθέσεις δείχνουν ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές παραμένουν επιφυλακτικοί, επηρεασμένοι από την αβεβαιότητα που συνδέεται με τους δασμούς, η οποία φαίνεται να δημιουργεί περιορισμούς στα σχέδιά τους για αγορές. Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι η επιβράδυνση στις καταναλωτικές δαπάνες, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 70% του ΑΕΠ, μπορεί να αποτελέσει ένα πρώιμο σημάδι ότι οι ανησυχίες που σχετίζονται με τους δασμούς θα μπορούσαν να επηρεάσουν ευρύτερα την οικονομία.
Αν και ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο ανέστειλε πρόσφατα τους περισσότερους από τους νέους δασμούς της κυβέρνησης Τραμπ, ένα εφετείο επαναφέρει προσωρινά αυτούς τους δασμούς, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να συνεχίσει την επιβολή φόρων σχεδόν σε όλες τις εισαγωγές. Καθώς οι καταναλωτές προσπαθούν να προσαρμοστούν σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα, η αβεβαιότητα εντείνεται, προκαλώντας αναταραχή στις αγορές.
Συνολικά, το κλίμα μεταξύ των Αμερικανών καταναλωτών για την οικονομία είναι αρνητικό, με το καταναλωτικό αίσθημα να πλησιάζει το χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Η σημερινή κατάσταση καθιστά σαφές ότι οι επιπτώσεις των δασμών ενδέχεται να παρατείνουν την οικονομική αβεβαιότητα και να καθυστερήσουν την ανάπτυξη στο εγγύς μέλλον.
Πηγή περιεχομένου: in.gr