Το άρθρο της WSJ αποκαλύπτει τη συμμετοχή της οικογένειας Αλαφούζου στη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου μέσω του Okeanis Eco Tankers. Ένα άρθρο της WSJ που δημοσιεύθηκε στις 30 Μαΐου εξετάζει τις δραστηριότητες Ελλήνων πλοιοκτητών σε συνεργασία με τη Μόσχα, εστιάζοντας στην εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης Okeanis Eco Tankers, που ελέγχεται από την οικογένεια Αλαφούζου. Σύμφωνα με το άρθρο, η Okeanis Eco Tankers συνεχίζει να μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο παρά τις κυρώσεις. Η αναφορά αυτή συνοδεύεται από αποδείξεις και μαρτυρίες ατόμων του ναυτιλιακού τομέα.
Η οικογένεια Αλαφούζου ελέγχει περισσότερους από δώδεκα τάνκερ μέσω της Okeanis Eco Tankers, η οποία είναι εισηγμένη στη Νέα Υόρκη. Κατόπιν αιτήματος των Σκανδιναβών επενδυτών της, η εταιρεία σταμάτησε να διαχειρίζεται ρωσικό πετρέλαιο το 2023, αμέσως μετά την επιβολή των κυρώσεων. Ωστόσο, η οικογένεια συνεχίζει να μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο με τα τάνκερ που διατηρεί ιδιωτικά. Ονόματα των πλοίων συχνά προέρχονται από νησιά των Κυκλάδων και σύμφωνα με στοιχεία του ναυτιλιακού τομέα, έχουν φορτώσει ρωσικό πετρέλαιο εννέα φορές φέτος.
Οι δημοσιογράφοι σημειώνουν ότι συνολικά, τα πλοία που ελέγχονται από τους Αλαφούζους έχουν καταπλεύσει σε ρωσικά λιμάνια περίπου 140 φορές από την αρχή του πολέμου. Πολλές από αυτές τις μεταφορές αφορούσαν Καζακστάν πετρέλαιο που εξάγεται από την ακτή της Μαύρης Θάλασσας της Ρωσίας. Το άρθρο αναφέρει και άλλους Έλληνες πλοιοκτήτες που επιστρέφουν σε ρωσικά λιμάνια, όπως ο Ανδρέας Μαρτίνος και ο Γιώργος Προκοπίου, κάνοντάς τους ιδιαίτερη αναφορά στον Ιωάννη Αλαφούζο, έναν σημαντικό παράγοντα στην Ελλάδα που κατέχει ποδοσφαιρική ομάδα, εφημερίδα και τηλεοπτικό σταθμό.
Η συγκεκριμένη δραστηριότητα της ναυτιλιακής εταιρείας που διευθύνει η οικογένεια Αλαφούζου ήρθε στο φως μέσα από μια καλά τεκμηριωμένη έκθεση της διαδικτυακής έκδοσης του To Vima, χωρίς ωστόσο να προκαλέσει αντίκτυπο, ιδίως από την ελληνική πολιτεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ως κράτος μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα έχει ιδιαίτερη ευθύνη να διασφαλίσει ότι η εγχώρια ναυτιλιακή βιομηχανία συμμορφώνεται με τις διεθνείς κυρώσεις.
Η αποτυχία συμμόρφωσης κινδυνεύει να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα των Δυτικών κυρώσεων, επιτρέποντας τη συνέχιση της ροής εσόδων που χρηματοδοτεί τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αρχικά, οι κυρώσεις επιβλήθηκαν ως μέσο άσκησης οικονομικής πίεσης στη Ρωσία ώστε να σταματήσει την επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας. Ωστόσο, δεδομένου του καθοριστικού ρόλου της Ρωσίας στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας, οι πλήρεις απαγορεύσεις μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές διαταραχές. Παράλληλα, σημαντικές χώρες εκτός Δύσης, όπως η Κίνα, έχουν αρνηθεί να επιβάλουν κυρώσεις, με αποτέλεσμα να μετριάζουν την επίδραση των εν λόγω μέτρων.
Για να αντισταθμίσουν αυτή την κατάσταση, οι Δυτικές χώρες έχουν εισάγει ανώτατα όρια τιμών για το ρωσικό πετρέλαιο που διακινείται μέσω τρίτων χωρών, τα οποία επιβλήθηκαν μέσω αυστηρής τεκμηρίωσης. Ωστόσο, παρά τις διατάξεις αυτές, οι ασυνέπειες στο πλαίσιο που διέπει τις κυρώσεις δημιούργησαν σημαντικά παραθυράκια και γκρίζες ζώνες. Ταυτόχρονα, οι Δυτικές αρχές φαίνεται να παραβλέπουν αυτές τις ασάφειες, επιτρέποντας σε ορισμένες ναυτιλιακές εταιρείες να αποκομίζουν κέρδη από τη μεταφορά πετρελαίου, συχνά πληρώνοντας ή και ξεπερνώντας το επιβληθέν ανώτατο όριο τιμών, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν σε πρακτικές που διευκολύνουν την αποφυγή των κυρώσεων.
Πηγή περιεχομένου: in.gr