Πέντε χρόνια μετά, η δικαιοσύνη στην Αργεντινή παραμένει μακριά από το να ρίξει φως στις συνθήκες θανάτου του Μαραντόνα το 2020. Ωστόσο, αντί γι’ αυτό, έκρινε και καθαίρεσε μια δικαστή, υπεύθυνη για το εκτροχιασμό της δίκης τον Μάιο, επειδή συμμετείχε σε γυρίσματα που αφορούσαν την υπόθεση.
Η Τζουλιέτα Μακιντάτς, 48 ετών, μία από τις τρεις δικαστίνες που προήδρευαν από τον Μάρτιο έως τον Μάιο στη δίκη των επτά επαγγελματιών υγείας για την ευθύνη τους στον θάνατο του Μαραντόνα, καθαιρέθηκε σήμερα (18/11) και στερήθηκε το δικαίωμα άσκησης δικαστικού λειτουργήματος, μετά από ομόφωνη απόφαση ειδικού πειθαρχικού οργάνου.
Στην εν λόγω διαδικασία, που δεν ήταν ποινική αλλά διοικητική, η Μακιντάτς απολογήθηκε για περισσότερο από μία εβδομάδα, στη Λα Πλάτα (νότια του Μπουένος Άιρες), ενώπιον ειδικού συμβουλίου δικαστικών, δικηγόρων και βουλευτών του Μπουένος Άιρες.
Η ίδια απουσίαζε από τη σύντομη συνεδρίαση όπου ανακοινώθηκε η απόφαση, όπως διαπίστωσε το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP).
Τον Μάιο είχε ήδη απομακρυνθεί από τη δίκη του Μαραντόνα, όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε συνεργαστεί στην προετοιμασία μίνι ντοκιμαντέρ για την υπόθεση, με την ίδια σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το πρότζεκτ είχε ήδη τίτλο, «Θεία Δικαιοσύνη», και ένα τρέιλερ, το οποίο προβλήθηκε αργότερα στην αίθουσα του δικαστηρίου, προκαλώντας δυσπιστία. Σε αυτό εμφανιζόταν η Μακιντάτς να περιηγείται, την Κυριακή πριν από την έναρξη της δίκης, στο άδειο δικαστήριο, κινηματογραφημένη από συνεργείο και ενώ έδινε συνέντευξη.
Η δίκη στο Σαν Ισίδρο (βόρεια του Μπουένος Άιρες) ακυρώθηκε, ύστερα από αίτημα πολλών πλευρών, μετά από περίπου είκοσι συνεδριάσεις και περισσότερους από 40 μάρτυρες. Νέα ημερομηνία για δεύτερη δίκη έχει οριστεί η 17η Μαρτίου 2026, με νέα σύνθεση δικαστών.
Η ακύρωση της δίκης, που είχε συναρπάσει την Αργεντινή και όχι μόνο, προκάλεσε αγανάκτηση για τον επιπόλαιο λόγο της, εξοργίζοντας ιδιαίτερα την οικογένεια του θρύλου του αργεντίνικου ποδοσφαίρου.
Σήμερα (18/11), η πρώην σύντροφος του Μαραντόνα, Βερόνικα Οχέδα, και ο 12χρονος γιος τους «Ντιεγκίτο», με τα καστανά σγουρά μαλλιά που θύμιζαν τον πατέρα του, αγκαλιάστηκαν κατά την ανακοίνωση της απόφασης, με την Οχέδα να μην μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Το ειδικό κατηγορητήριο θεωρούσε ότι η Μακιντάτς ήταν ένοχη, μεταξύ άλλων, για αμέλεια, παράβαση καθήκοντος, αποκάλυψη υπηρεσιακών μυστικών και κατάχρηση εξουσίας.
«Είπε ψέματα, χειραγώγησε, υπήρξε μεροληπτική, καταχράστηκε την εξουσία που της έδινε ο ρόλος της ως δικαστίνα, χρησιμοποιώντας πόρους του κράτους για να προωθήσει ένα προσωπικό της πρότζεκτ, εις βάρος της δικαιοσύνης», είχε δηλώσει η εισαγγελέας Αναλίγια Ντουάρτε, ζητώντας την καθαίρεση.
Η Μακιντάτς υποστήριξε ότι απλώς ανταποκρίθηκε στο αίτημα μιας φίλης για συνέντευξη, διαβεβαιώνοντας ότι δεν γνώριζε πως το υλικό θα χρησιμοποιούνταν σε μεγαλύτερο, ντοκιμαντερίστικο format, κάτι που η κατηγορούσα αρχή αμφισβήτησε.
Πολύ συγκινημένη, είχε δηλώσει στο συμβούλιο ότι μετανιώνει για το «λάθος» της. «Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι αυτό το προσωπικό υλικό θα είχε τόσο τεράστιες συνέπειες. Ζητώ χίλιες φορές συγγνώμη από την οικογένεια (Μαραντόνα), γιατί δεν κατάφερα αυτό που ήθελα περισσότερο: να αποδώσω δικαιοσύνη».
«Η δικαιοσύνη γελοιοποιήθηκε» σχολίασε σήμερα (18/11) ο Γκιγέρμο Σαργκές, από τον σύλλογο δικηγόρων του Σαν Ισίδρο, μία από τις πλευρές της κατηγορίας. «Όταν ανοίγουν οι κάμερες, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος το εγώ ενός δικαστή να σβήσει τη δικαιοσύνη», συμπέρανε ένας από τους ενόρκους, ο γερουσιαστής Σέρχιο Βάργκας, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης που συμβουλεύτηκε το AFP.
Οι δικηγόροι της Μακιντάτς δεν ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα δημοσιογράφων για σχόλιο.
Η ίδια παραμένει υπό το καθεστώς παράλληλης ποινικής έρευνας για τη συμπεριφορά της στην υπόθεση και, πλέον, χωρίς την ασυλία που συνόδευε το δικαστικό της αξίωμα.
Προβλέποντας μάλλον την καθαίρεσή της, η Μακιντάτς είχε δηλώσει την Πέμπτη σε δημοσιογράφους, ότι μετά από αυτή την εμπειρία ως κατηγορούμενη και θεωρώντας ότι κακομεταχειρίστηκε στη διαδικασία, «δεν θέλω πια να ανήκω στη δικαστική εξουσία. Θέλω να επανεφεύρω τον εαυτό μου με ηρεμία, να φύγω ειρηνικά».
Η «δεύτερη δίκη» του Μαρτίου θα εξετάσει εκ νέου την ευθύνη των επτά επαγγελματιών υγείας – γιατρών, ψυχιάτρου, ψυχολόγου, νοσηλευτών – για πιθανές μοιραίες παραλείψεις στη φροντίδα του Μαραντόνα. Ο θρύλος πέθανε σε ηλικία 60 ετών, στις 25 Νοεμβρίου 2020, από καρδιοαναπνευστική ανακοπή και πνευμονικό οίδημα, κατά τη διάρκεια ανάρρωσης μετά από νευροχειρουργική επέμβαση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
![]()
