Συνέδριο ΚΙΘ και ΑΠΘ: Ο άξονας της Αριστοτέλους αποκαλύπτει τη ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη

Συνέδριο ΚΙΘ και ΑΠΘ: Ο άξονας της Αριστοτέλους αποκαλύπτει τη ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη

Σε μια πόλη όπου τα βυζαντινά μνημεία μονοπωλούν το δημόσιο ενδιαφέρον και η οθωμανική κληρονομιά επανέρχεται στη συζήτηση, η ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη συχνά παραμένει στη σκιά. Το διήμερο διεθνές συνέδριο «Η Θεσσαλονίκη των ρωμαϊκών χρόνων. Μια πόλη με ποικίλες όψεις», που διοργάνωσαν το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (ΚΙΘ) και το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, στοχεύει ακριβώς στο να φωτίσει αυτήν την εποχή που βρίσκεται μπροστά μας, αλλά σπάνια αναγνωρίζουμε. Αξιόλογοι Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, εξειδικευμένοι στη ρωμαϊκή τοπογραφία, ιστορία και αρχαιολογία, παρουσίασαν νέα ευρήματα και ερμηνείες για την πολιτική, κοινωνική και πολεοδομική εξέλιξη της πόλης κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, μια περίοδος που αποδεικνύεται κρίσιμη για την κατανόηση της σημερινής Θεσσαλονίκης.

Στη σημερινή, δεύτερη μέρα εργασιών του συνεδρίου, ο άξονας της Αριστοτέλους βρέθηκε στο επίκεντρο, ως κλειδί για την αρχαία τοπογραφία. Σε παρουσίαση των Πολυξένης Αδάμ-Βελένη και Γεώργιου Βελένη, με θέμα «Ο άξονας της Αριστοτέλους από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης έως την Ύστερη Αρχαιότητα», τονίστηκε ότι η σημερινή εμβληματική λεωφόρος δεν έχει καμία απολύτως αντιστοιχία με τον πολεοδομικό ιστό της αρχαιότητας. «Ο άξονας σχεδιάστηκε εξαρχής ως μνημειακή ζώνη, βασισμένη σε ένα δίκτυο διαγωνίων οδών που λάμβανε υπόψη ρωμαϊκά, βυζαντινά και νεότερα μνημεία», υπογράμμισε ο Γιώργος Βελένης, ομότιμος καθηγητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

Όπως πρόσθεσε, αν και τελικά υλοποιήθηκε μόνο στο νότιο τμήμα του, ο άξονας διαμόρφωσε καθοριστικά την εικόνα της σύγχρονης πόλης. «Σημαντικό είναι ότι στα σημεία όπου σήμερα εντοπίζεται η πλατιά μνημειακή ζώνη της Αριστοτέλους δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις για την ύστερη αρχαιότητα ή τα ρωμαϊκά χρόνια, με μία και μοναδική εξαίρεση: τη θαλάσσια προβλήτα που αποκάλυψε η αρχαιολόγος Κατερίνα Τζαναβάρη κάτω από την πρώτη ημικυκλική πλατεία», ανέφερε.

Η έρευνα σταμάτησε στο νοτιότερο άκρο της προβλήτας, αφήνοντας αδιευκρίνιστο το βόρειο πέρας της, ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο «το πιθανότερο είναι ότι συνέδεε το σημείο με το θαλάσσιο τείχος της ύστερης αρχαιότητας». Πρόκειται για την προβλήτα που οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ως «εκκλησιαστική σκάλα».

Ρωμαϊκά θαλάσσια τείχη, μια ακτογραμμή που μετακινείται και μια πόλη που αναπτύσσεται

Η εργασία των δύο αρχαιολόγων στάθηκε και στην εικόνα της παραλίας στην αρχαία Θεσσαλονίκη, υπογραμμίζοντας ότι ήταν εντελώς διαφορετική από τη σημερινή. «Στα χρόνια του Κάσσανδρου, η ακτογραμμή ξεκινούσε από τη θέση του Λευκού Πύργου και έγερνε διαγώνια προς τα δυτικά, φτάνοντας μέχρι την περιοχή της σημερινής πλατείας Βαρδαρίου». Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, η θάλασσα βρισκόταν πολύ πιο βόρεια σε σχέση με σήμερα, καθώς οι επιχωματώσεις δεν είχαν ακόμη δημιουργήσει το νέο παραλιακό μέτωπο, εξήγησε ο κ. Βελένης.

Τα ρωμαϊκά θαλάσσια τείχη, όπως σημείωσε, ήταν δύο, με διαφορά περίπου ενάμιση αιώνα. «Το παλαιότερο, του 3ου αιώνα μ.Χ., περνούσε λίγο κάτω από τη σημερινή οδό Μητροπόλεως, ενώ το νεότερο, στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., έκοβε λοξά την περιοχή της Τσιμισκή», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Βελένης, υπενθυμίζοντας ότι ίχνη τους σώζονται ακόμη και είναι ορατά εντός πολυκαταστήματος στη Στοά Χιρς.

Οι συνεχείς μετατοπίσεις της ακτογραμμής και η σταδιακή πολεοδομική επέκταση αποτυπώνουν τον τρόπο με τον οποίο η Θεσσαλονίκη μεγάλωσε. «Ξεκίνησε ως μικρή πόλη, απέκτησε γρήγορα σημασία και το Ιπποδάμειο σύστημα εφαρμόστηκε μόνο μετά την πρώτη επέκτασή της», σημείωσε ο Γιώργος Βελένης.

Ένα συνέδριο-σταθμός για μια παραγνωρισμένη περίοδο

Μία από τις σημαντικότερες διοργανώσεις των τελευταίων ετών, χαρακτηρίζει το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης τη συγκεκριμένη εκδήλωση, στην οποία συμμετέχουν εισηγητές επιλεγμένοι με βάση την επιστημονική πληρότητα και το σύνολο των ειδικοτήτων που απαιτούνται για να αποτυπωθεί συνολικά η ρωμαϊκή εποχή. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχαν τα νέα δεδομένα από τις ανασκαφές του Μετρό, τα οποία εμπλούτισαν καθοριστικά το υλικό του συνεδρίου.

«Η ρωμαϊκή περίοδος είναι σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό. Ξέρουμε πολλά για τα βυζαντινά και τα οθωμανικά, αλλά τα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά έχουν μείνει πίσω. Γι’ αυτό και θα προσπαθήσουμε με την έκδοση των πρακτικών που θα ακολουθήσει, να φτάσει η εξειδικευμένη γνώση στην κοινωνία της πόλης», δήλωσε ο Ανέστης Στεφανίδης από το επιστημονικό προσωπικό του ΚΙΘ.

Από την πλευρά του, ο προϊστάμενος του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Αντώνης Σατραζάνης, υπογράμμισε ότι όσο κι αν αλλάζουν οι πολιτισμικές περίοδοι, «ο ελληνισμός της Θεσσαλονίκης παραμένει αδιάλειπτος», ενώ η κατανόηση των ρωμαϊκών χρόνων βοηθά να διαβαστεί σωστά το σύνολο της ιστορικής της πορείας.

Όπως υπογράμμισαν αμφότεροι, το συνέδριο ανέδειξε με σαφήνεια ότι η Θεσσαλονίκη της ρωμαϊκής περιόδου δεν είναι μια άγνωστη πόλη που χάθηκε στον χρόνο. Αντίθετα, βρίσκεται παντού γύρω μας μέσω των μνημείων, κάτω από τις πλατείες και στον ιστό της καθημερινότητας. Η κατανόηση της ιστορίας της -και μάλιστα μιας περιόδου που προετοίμασε τη μετάβαση στη βυζαντινή ακμή- δεν είναι απλώς ακαδημαϊκή υπόθεση, αλλά μια πρόσκληση προς τους Θεσσαλονικείς να ξαναδιαβάσουν τη σχέση τους με τον χώρο και τον χρόνο της πόλης.

Loading

Play