Σε μια εποχή όπου η πραγματικότητα ξεπερνά συχνά τη φαντασία, ο Σεμπάστιαν Φίτζεκ (Sebastian Fitzek), ο πιο επιτυχημένος συγγραφέας ψυχολογικών θρίλερ στη Γερμανία κι ένας από τους κορυφαίος παγκοσμίως, συνεχίζει να ανακαλύπτει τρόμους κρυμμένους όχι στα τέρατα, αλλά στον ανθρώπινο νου. Ο συγγραφέας, του οποίου τα βιβλία έχουν κυκλοφορήσει σε 37 χώρες κι έχουν πουλήσει πάνω από 19 εκατομμύρια αντίτυπα διεθνώς, ενώ πολλά έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο, βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου θα παρουσιάσει απόψε το νέο ψυχολογικό θρίλερ «Το κορίτσι του ημερολογίου».
Λίγες ώρες πριν από αυτή τη μία και μοναδική εμφάνισή του στην πόλη, ο Φίτζεκ, τα βιβλία του οποίου κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα, μίλησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για το σκοτεινό μυαλό, τους καθημερινούς φόβους που γίνονται εφιάλτες, και τη βαθιά σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ανθρώπινη ψυχή.
«Ο ανθρώπινος νους είναι σαν τα βάθη του ωκεανού»
Ο μετρ των ψυχολογικών θρίλερ αποκαλύπτει γιατί το μυαλό -το δικό του και το δικό μας- είναι πιο τρομακτικό από κάθε τέρας, και πώς από κάτι φαινομενικά αθώο, όπως ένα πακέτο αφημένο σε μια ήσυχη γειτονιά του Βερολίνου, μπορεί να ξεκινήσει ο εφιάλτης. Γιατί; Επειδή ο νους μας, λέει, είναι σαν τα βάθη της θάλασσας: γνωστός στην επιφάνειά του, ακατάληπτος στα σκιερά του σημεία. Και εκεί, μέσα στο αόρατο, φωλιάζουν οι ιστορίες του.
«Για μένα, ο ανθρώπινος νους είναι σαν τη βαθιά θάλασσα. Όλοι τη γνωρίζουμε, αλλά κανείς μας δεν έχει βρεθεί πραγματικά εκεί. Είναι μέρος του ίδιου μας του κόσμου, όμως παραμένει μυστήριο. Και το παράδοξο είναι ότι προσπαθούμε να εξερευνήσουμε τον νου μας χρησιμοποιώντας… τον νου μας. Είναι σαν να προσπαθείς να φωτίσεις τη θάλασσα με ένα φανάρι. Κάθε μέρα ζούμε μικρά θαύματα — όπως ο ύπνος. Κάθε βράδυ χάνουμε τις αισθήσεις μας και ζούμε σε ένα όνειρο, μια άλλη πραγματικότητα. Αυτό είναι, αν το σκεφτείς, κάτι εντελώς τρελό. Κι όμως, το θεωρούμε φυσιολογικό. Αυτές οι μικρές τρέλες της ζωής είναι που με συναρπάζουν», λέει.
Τα βιβλία του δεν περιστρέφονται γύρω από τέρατα ή δολοφόνους ως τέτοιους· περιστρέφονται γύρω από εμάς, γύρω από το τι δεν βλέπουμε ή δεν θέλουμε να δούμε. Η ιδέα ότι το μυαλό μας κρατά μυστικά, ότι η καθημερινότητα είναι απλώς η επιφάνεια ενός πιο σκοτεινού κόσμου, είναι ο πυρήνας της γραφής του. Επιλέγει την απλότητα στην αφετηρία (ένα πακέτο, ένας δρόμος, ένας γείτονας που νομίζεις ότι ξέρεις) και την εξελίσσει σε καταιγισμό συναισθημάτων, φόβου και ηθικής αμφισημίας.
«Συνήθως ξεκινώ από μια καθημερινή στιγμή. Κάποτε έλαβα ένα δέμα για έναν γείτονα που δεν γνώριζα. Σε έναν δρόμο όπου ήξερα όλους τους κατοίκους! Και τότε αναρωτήθηκα: Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι κάτι κακό; Τυχαίο;. Αυτές οι μικρές παραδοξότητες είναι που γεννούν τις ιστορίες. Οι περισσότεροι τις προσπερνούν. Εγώ όχι. Αν, για παράδειγμα, σου έλεγα ότι θα κερδίσεις 100 ευρώ για κάθε κόκκινο αυτοκίνητο που θα δεις στον δρόμο, ξαφνικά θα αρχίσεις να τα προσέχεις παντού. Έτσι λειτουργεί και η συγγραφή: εγώ κοιτάζω τα κόκκινα αυτοκίνητα που οι άλλοι αγνοούν».
Ο φόβος — φίλος ή εχθρός
Για τον Σεμπάστιαν Φίτζεκ, ο φόβος δεν είναι απλώς συναίσθημα· αλλά μέρος της πραγματικότητάς μας. «Ο φόβος υπάρχει για να μας προστατεύει. Αν δεν φοβόμασταν το σκοτάδι, τον θάνατο ή την απώλεια, δεν θα επιβιώναμε. Αλλά υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στον υγιή φόβο και την παράλυση. Όταν ο φόβος σε εμποδίζει να ζήσεις, τότε χρειάζεται θεραπεία. Πιστεύω, όμως, πως τα θρίλερ μάς βοηθούν να αντιμετωπίζουμε τους φόβους μας με ασφάλεια. Μέσα από την ανάγνωση μπορούμε να πλησιάσουμε το σκοτάδι χωρίς να το βιώσουμε στην πραγματικότητα», εξηγεί.
Η απάντησή του είναι σαφής: η λογοτεχνία, τα θρίλερ, είναι μια ασφαλής «βαλβίδα» για να αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας. «Ένας από τους κύριους λόγους που διαβάζουμε τόσα πολλά θρίλερ, ακόμη και όταν ο κόσμος είναι ήδη σκληρός, είναι επειδή χρειαζόμαστε μια βαλβίδα απελευθέρωσης». Σ’ αυτό τον χώρο –στο γραφείο, στον καναπέ, κρύβοντας το φως- μπορούμε να βιώσουμε τον φόβο υπό όρους που ελέγχουμε».
Ο Σεμπάστιαν Φίτζεκ δεν γράφει απλώς για τον φόβο. Τον μετατρέπει σε λογοτεχνία, σε καθρέφτη της ψυχής. Μέσα από την αφήγησή του, αναδεικνύει πως το πραγματικό σκοτάδι δεν βρίσκεται στα τέρατα και στους δολοφόνους, αλλά στα ανεξερεύνητα βάθη της σκέψης μας. Εκεί όπου όλοι κάποτε κοιτάμε – και λίγοι τολμούν να καταδυθούν.
Οι ήρωές του είναι συχνά αμφίσημοι και ψυχολογικά εύθραυστοι. Πρέπει ένας ήρωας να είναι απαραίτητα «συμπαθητικός»; «Όχι, καθόλου. Αυτή είναι μια παρεξήγηση, ειδικά στον κινηματογράφο. Δεν χρειάζεται να σου αρέσει ο χαρακτήρας — αρκεί να καταλαβαίνεις τι τον κινεί. Πάρε -για παράδειγμα- τον Heisenberg από το Breaking Bad. Δεν τον συμπαθείς, αλλά θέλεις να δεις πού θα φτάσει. Το σημαντικό είναι ο στόχος. Όσο ο ήρωας έχει κάτι να επιτύχει, όσο αγωνίζεται, μπορείς να ταυτιστείς μαζί του», απαντά, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Φίτζεκ.
Η γραφή ως καθρέφτης της κοινωνίας
Τα βιβλία του θα μπορούσαν να λειτουργούν σαν κοινωνικοί καθρέφτες, αποκαλύπτοντας φόβους και τραύματα που συνήθως κρύβουμε, όμως, όπως εξηγεί ο ίδιος δεν γράφει με κάποια «ατζέντα». «Συνειδητοποίησα, όμως, ότι ένα καλό ψυχολογικό θρίλερ έχει δύο σκοπούς: Να αναστατώσει τους βολεμένους και να παρηγορήσει τους ταραγμένους. Όσοι υποφέρουν από ψυχικά τραύματα νιώθουν ότι κάποιος τους καταλαβαίνει. Κι όσοι δεν έχουν ζήσει κάτι τέτοιο, μαθαίνουν να κοιτούν τους άλλους με περισσότερη κατανόηση».
Τον ρωτήσαμε αν υπάρχουν θέματα που αποφεύγει να αγγίξει στη συγγραφή του. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: «Όχι. Δεν υπάρχει κάτι που να αποφεύγω. Δεν υπάρχει ψαλίδι στο μυαλό μου που να λογοκρίνει τις ιδέες. Αντίθετα, γράφω για όσα φοβάμαι, και αυτό με βοηθά να τα αντιμετωπίσω. Είμαι πατέρας πέντε παιδιών. Φοβάμαι γι’ αυτά, και έτσι γράφω γι’ αυτά. Κι έτσι κάπως ηρεμώ». Παρόλο που σέβεται απόλυτα τους αναγνώστες που αποφεύγουν ιστορίες με σκληρό περιεχόμενο -ιδιαίτερα γονείς που δεν αντέχουν πλοκές με απειλές προς παιδιά- για τον ίδιο η γραφή είναι κάθαρση. Είναι το δικό του εργαλείο ψυχοθεραπείας.
Παραδέχεται, ωστόσο, πως υπάρχει ένα θέμα για το οποίο αποφεύγει να γράψει και αυτό είναι η κακοποίηση ζώων. «Ξέρω ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω. Δεν θέλω να αναγκάσω τον αναγνώστη να το δει μέσα από τις λέξεις μου. Οι αναγνώστες μου μπορούν να αντέξουν πολλά, αλλά όχι τον πόνο των πλασμάτων που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους».
Η γραφή σαν κατάδυση – ο αναγνώστης ως συνοδοιπόρος
Καθ’ όλη τη συνέντευξη, ένα μήνυμα επαναλαμβάνεται: η γραφή του Φίτζεκ είναι συμμετοχική. Ο αναγνώστης δεν είναι απλώς παρατηρητής — είναι ο συνοδοιπόρος που παίρνει το πακέτο, αμφιβάλλει για τον γείτονα, κοιτά το κόκκινο αυτοκίνητο, σκέφτεται τον φόβο. «Έχω λόγο να ρίχνω μια πιο προσεκτική ματιά σε πράγματα που οι άλλοι αγνοούν», λέει. Και συμπληρώνει: «Νομίζω πως αν δεν το κάνεις, θα γινόσουν τρελός».
Η λογοτεχνία του δεν εξασφαλίζει ασφάλεια. Ακριβώς το αντίθετο. Αλλά δίνει την ψευδαίσθηση ή — καλύτερα — την εμπειρία ότι εσύ έχεις τον έλεγχο. Μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιείς πως δεν τον έχεις. Και τότε — τότε αρχίζει η απόλαυση (ή η αγωνία). Οι προστατευτικές γραμμές καταρρέουν, αλλά μέσα σε αυτό το «χάος» υπάρχει η λυτρωτική σκέψη: μπορείς να το αντέξεις. Και ίσως — να το κατανοήσεις.
Από τη νομική, στο έγκλημα …στο χαρτί
Πριν στραφεί στη λογοτεχνία, ο Φίτζεκ σπούδασε νομικά και εργάστηκε στα media. Είχε, άραγε, αυτή η διαδρομή του κάποια σύνδεση με το είδος γραφής που ασχολήθηκε; «Δεν ήταν θέμα επαγγέλματος, αλλά ανάγκης. Όταν έγραψα το Therapy, δεν ήξερα ότι έγραφα ψυχολογικό θρίλερ. Το έγραψα γιατί είχα χάσει έναν φίλο που έπασχε από ψυχική ασθένεια. Ήταν ένας τρόπος να επεξεργαστώ τη θλίψη μου. Ίσως αυτός ο ειλικρινής πυρήνας έκανε το βιβλίο επιτυχημένο — οι αναγνώστες καταλαβαίνουν πότε γράφεις με αλήθεια».
Ο Μίχαελ Έντε, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε και το νέο βιβλίο
Ο Μίχαελ Έντε, με την Ατέλειωτη Ιστορία, και ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε ήταν οι συγγραφείς που τον επηρέασαν περισσότερο στη διαδρομή του. «Κάθε φορά που θέλω να εμπνευστώ, διαβάζω ξανά Το Κοράκι. Προσπαθώ, έστω λίγο, να αγγίξω εκείνη τη μελαγχολία και το σκοτάδι», λέει, ενώ στην ερώτηση για το αν έχει κάποιο νέο βιβλίο στα σκαριά, λέει πως σε δύο μέρες κυκλοφορεί στη Γερμανία το νέο του έργο, με τίτλο: «Ο Γείτονας». Μια ιστορία εμπνευσμένη από έναν φίλο και γείτονά του, ο οποίος τον συνοδεύει, μάλιστα, στο ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη.
Καλεσμένος των 60ών Δημητρίων, ο Γερμανός συγγραφέας θα ανέβει απόψε, στις 19.00, στη σκηνή του Ολύμπιον, όπου θα «ανακριθεί» ενώπιον του κοινού από τον Αλέξανδρο Μυροφορίδη, διδάκτορα Δημιουργικής Γραφής, μελετητή της μυθοπλασίας μυστηρίου και συντονιστή της Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας Φεντόρα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ