Άρθρο του * Παναγιώτη Καλημέρη που περιλαμβάνεται στην Έκθεση ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2024 «Πράσινη μετάβαση & μικρές επιχειρήσεις που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα
Αναμφίβολα, οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) διήλθαν μέσα από τις συμπληγάδες μιας πολυετούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, που δημιούργησε ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας, την οποία διαδέχθηκαν οι αλλεπάλληλες κρίσεις της πανδημίας (COVID-19) και της ενεργειακής ανασφάλειας που προκάλεσε η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Στην ήδη εξαιρετικά περίπλοκη εξίσωση που συνθέτουν τα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί και η μεταβλητή «ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή», ίσως η μεγαλύτερη περιβαλλοντική “ εξωτερικότητα” που έχει δημιουργήσει η ανθρώπινη οικονομικό-κοινωνική δραστηριότητα. Το παρόν άρθρο εξετάζει συνοπτικά τις πρωτοφανείς προκλήσεις τις οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ΜμΕ, καθώς και τις στοχευμένες πρωτοβουλίες μετριασμού (mitigation) και προσαρμογής (adaptation) στην κλιματική κρίση που πρέπει να υιοθετηθούν, εστιάζοντας στην ελληνική περίπτωση.
Κλιματική Αλλαγή και ΜμΕ
Σύμφωνα με την 6η και πιο πρόσφατη αξιολόγηση της Διεπιστημονικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC, 2023), η μέση παγκόσμια επιφανειακή θερμοκρασία αυξήθηκε κατά 1,09 ° C την περίοδο 2011-2020, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα (περίοδος αναφοράς: 1850-1900). Η μεγαλύτερη θερμοκρασιακή αύξηση παρατηρείται στη ξηρά (1,59 ° C), απ’ ότι στους ωκεανούς (0,88 ° C). Το τελευταίο παράθυρο για τη διατήρηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 1,5 ° C επάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα φαίνεται να κλείνει μάλλον αμετάκλητα, σηματοδοτώντας μια τεράστια πολιτική αποτυχία σε διεθνές επίπεδο, παρόλες τις έγκαιρες προειδοποιήσεις του IPCC από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με ακραίες επιπτώσεις σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικό-οικονομικής δραστηριότητας αλλά και, κυρίως, στις επόμενες γενιές.
Οι συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής (ή κρίσης, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, αφού από υποθετική απειλή του απώτερου μέλλοντος έχει καταστεί πλέον κρίση του παρόντος), πέρα από τις αμιγώς περιβαλλοντικές συνέπειες, αναμένεται να επηρεάσει όλες τις πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, σε παγκόσμιο επίπεδο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, n.d., Συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής). Η αναγνώριση των δραματικών επιπτώσεων που θα έχει η κλιματική αλλαγή σε κάθε τομέα παραγωγικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας αποτελεί το κλειδί της κατανόησης των δράσεων που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν, προκειμένου να προσαρμοστούν όλες οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, πριν ακόμα αυτές οι πρακτικές αρχίσουν να γίνονται υποχρεωτικές (νομοθετικά) από τις κυβερνήσεις.
Οι ΜμΕ αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως ακρογωνιαίοι λίθοι στη δημιουργία απασχόλησης και οικονομικής ανάπτυξης (Wilser, 2022). Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να πλήξουν δυσανάλογα τις ΜμΕ, οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να αφορούν, από ζημιές σε υποδομές, εξοπλισμό και περιουσιακά στοιχεία, μέχρι και τη διακοπή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στα πιο ακραία σενάρια (Harvard Business Review, 2022). Ειδικά, στο κομμάτι των επιπτώσεων που αφορούν την οικονομική δραστηριότητα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής) κάνει ιδιαίτερη μνεία στις επιπτώσεις που αναμένεται να πλήξουν τις επιχειρήσεις, ειδικά τις ΜμΕ, προκαλώντας μεταξύ άλλων:
▶ Υλικές ζημίες σε εγκαταστάσεις και λοιπά περιουσιακά στοιχεία
▶ Διατάραξη των αλυσίδων εφοδιασμού και των υποδομών
▶ Αύξηση του κόστους παραγωγής και συντήρησης
▶ Διακοπή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, στη χειρότερη περίπτωση.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (World Trade Organization, 2022) αναγνωρίζει τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ παγκοσμίως στην εξεύρεση της αναγκαίας χρηματοδότησης που χρειάζονται για τον κρίσιμο μετασχηματισμό των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, στα πλαίσια της διαδικασίας προσαρμογής τους στην κλιματική αλλαγή. Μια ανασκόπηση σε διεθνές επίπεδο αναδεικνύει την ανάγκη για πρωτοβουλίες, που προτείνουν μια σειρά από οδηγίες και πρότυπα εφαρμογής πολιτικών προσαρμογής και μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, στοχεύοντας κυρίως στις ΜμΕ (βλ. για παράδειγμα Burkinshaw, 2023; Wechkin, 2023). Αναγνωρίζοντας τον καθοριστικό ρόλο των ΜμΕ στη μάχη για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ο ΟΗΕ έχει δημιουργήσει το SME Climate Hub, με απώτερο στόχο τη διερεύνηση της σχέσης των ΜμΕ με την κλιματική κρίση και την εξεύρεση εργαλείων και καλών πρακτικών. Η πιο πρόσφατη έρευνα σε παγκόσμιο επίπεδο, ανέδειξε τα παρακάτω κρίσιμα συμπεράσματα για μια σειρά από παράγοντες (SME Climate Hub, 2024):
▶ Σημαντικότερα κίνητρα για δράσεις για το κλίμα: Το 63% των επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν θεωρεί ότι είναι σωστό να αναλάβουν δράση για το κλίμα, το 52% θεωρεί ότι οι δράσεις αυτές εξοικονομούν κόστος και οδηγούν σε απόδοση της επένδυσης, το 46% ότι αυτές συνεισφέρουν σε διαφοροποίηση τους από τους ανταγωνιστές, σε πιθανές φοροαπαλλαγές ή/και κρατική επιχορήγηση/επιδότηση, ενώ τέλος, το 44% ότι θα βοηθήσει στη βελτίωση της ανθεκτικότητας της επιχείρησής τους έναντι της κλιματικής αλλαγής.
▶ Σημαντικότερες προκλήσεις/εμπόδια που απέτρεψαν τις ΜμΕ να αναλάβουν δράση για το κλίμα: Το 52% όρισε την έλλειψη σχετικών πολιτικών ή σχετικών κυβερνητικών μέτρων ενίσχυσης, καθώς και την ανεπάρκεια χρηματοδότησης, το 39% την έλλειψη δεδομένων για τις παρούσες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, το 29% προσδιόρισε ως σημαντικότερο εμπόδιο την έλλειψη χρόνου, ικανοτήτων και γνώσης, ενώ το 24% χαρακτήρισε ως ανεπαρκή την απόδοση των σχετικών επενδύσεων.
▶ Επαρκή γνώση χρηματοδοτικών εργαλείων για δράσεις σχετικές με το κλίμα: Η πλειοψηφία (64%) των ερωτηθέντων απάντησε ότι η γνώση/πληροφόρησή τους είναι πολύ φτωχή, το 22% ότι είναι μέτρια, ενώ μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό (13%) των ερωτηθέντων θεώρησε ότι διαθέτει υψηλό επίπεδο πληροφόρησης.
▶ Δράσεις για το κλίμα που αφορούν την εφοδιαστική αλυσίδα: Το 30% των επιχειρήσεων αναγνώρισαν ότι έχουν αναβαθμίσει τον κανονισμό προμηθειών τους, εστιάζοντας στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, τόσο όσον αφορά τις προδιαγραφές των αγορών τους, όσο και σε σχέση με τους προμηθευτές που επιλέγουν. Το 41% δήλωσε ότι συμμετέχει σε ενεργές συζητήσεις για τις εκπομπές άνθρακα με τους προμηθευτές τους, ενώ ένα 42% ότι έχει εμπλέξει και τους πελάτες τους σε συζητήσεις σχετικά με το ανθρακικό αποτύπωμα της χρήσης των υπηρεσιών/προϊόντων τους, αλλά και τις πρακτικές απόρριψής τους.
Η σημαντικότερη προσπάθεια οικονομικής αποτίμησης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος (Τράπεζα της Ελλάδος, 2011),
η οποία αναμένεται να επικαιροποιηθεί στο επόμενο διάστημα (Τράπεζα της Ελλάδος, 2023). Επιπρόσθετα, το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) εκπόνησε πρόσφατα μια πολύ λεπτομερή μελέτη, που εστιάζει στην προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην κλιματική αλλαγή (ΙΟΒΕ, 2023). Η μελέτη εστιάζει, μεταξύ άλλων, στους οικονομικούς κινδύνους ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής, τους οποίους καλείται να αντιμετωπίσει ο ευρύτερος ιδιωτικός τομέας στη χώρα, προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και να εκμεταλλευτεί τις πιθανές επιχειρηματικές ευκαιρίες που αναδύονται μέσα από τη διαδικασία προσαρμογής. Η μελέτη αναγνωρίζει ότι η ορθολογική αποδοχή του κλιματικού κίνδυνου από τις επιχειρήσεις αποτελεί αναγκαία συνθήκη και προϋπόθεση για τη λήψη ορθών αποφάσεων σχετικά με τις αναγκαίες επενδύσεις για δράσεις προσαρμογής και της χρήσης των κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Ειδικότερα, η μελέτη αναλύει τα πιο διαδεδομένα χρηματοδοτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας και κοινωνίας, καθώς και για τον μετριασμό των επιπτώσεων από τις επερχόμενες ακραίες καιρικές μεταβολές, τα οποία συνοψίζονται ενδεικτικά στα εξής (ΙΟΒΕ, 2024 – σελ. 76):
▶ Ομόλογα και Δάνεια με ρήτρες βιωσιμότητας
▶ Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ)
Παρόλα αυτά, η μελέτη δεν εστιάζει στις ΜμΕ, ενώ τα περισσότερα από τα παραπάνω εναλλακτικά μέσα χρηματοδότησης είναι διαθέσιμα κυρίως για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η δεύτερη έκδοση της έρευνας της Ernst & Young (EY) Ελλάδος για τις επιχειρήσεις και την κλιματική αλλαγή, η οποία διερευνά τις απόψεις στελεχών από 75 μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα για το έτος 2024, αναφορικά με την κλιματική αλλαγή και τα ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης (ΕΥ, 2025).
Όμως θα πρέπει να επισημανθεί, ότι οι ΜμΕ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι ΜμΕ (99,9%), οι οποίες απασχολούν το 84,6% του ανθρώπινου δυναμικού και συνεισφέρουν στο 67% της συνολικά παραγόμενης προστιθέμενης αξίας (Katsinis et al., 2024). Ως εκ τούτου, κρίνεται απολύτως αναγκαία μια εκτίμηση που θα εξειδικεύεται αποκλειστικά στις ανάγκες των ΜμΕ, κατά προτεραιότητα, και δεν θα εστιάζει στις μεγάλες επιχειρήσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση, χρήσιμες πληροφορίες για τις ελληνικές ΜμΕ, καθώς και καλές πρακτικές από άλλες χώρες, μπορούν να αντληθούν από μια πρόσφατη σχετική έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) (Leidecker et al., 2023).
Οι Ευρωπαϊκοί πόροι εξακολουθούν να αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης των ΜμΕ για τη χρηματοδότηση δράσεων προσαρμογής και μετριασμού της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ, κο Σκάλκο (2024), κατά την προηγούμενη περίοδο των Προγραμμάτων ΕΣΠΑ (2014-2020), μέσα από ειδικές δράσεις, χρηματοδοτήθηκε περίπου το 61% των ΜμΕ της χώρας. Στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού των ΜμΕ, σημαντική αναμένεται να είναι και η συνεισφορά και των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ), μέσω δανεισμού με ευνοϊκούς όρους και επιτόκια. Ειδικότερα, στη νέα προγραμματική περίοδο (νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 & Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με συνολικούς διαθέσιμους πόρους περίπου 62 δις ευρώ), προβλέπονται στοχευμένες δράσεις και χρηματοδοτικά εργαλεία για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό των ΜμΕ και την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους, ενώ παράλληλα σχεδιάζεται και η επόμενη γενιά χρηματοδοτικών εργαλείων, με προτεραιότητα τη βιώσιμη χρηματοδότηση (sustainable finance) και την υιοθέτηση των κριτηρίων ESG (Environmental, Social, Governance – ήτοι: Περιβαλλοντικά κριτήρια, Κοινωνικά κριτήρια, Διακυβέρνηση), στα προγράμματα ενίσχυσης των επιχειρήσεων. Αναμφίβολα, η επαρκής χρηματοδότηση των ελληνικών ΜμΕ αποτελεί το κλειδί για τον επιτυχή μετασχηματισμό τους στις ρευστές και αβέβαιες συνθήκες που διαμορφώνει η κλιματική κρίση. Ενδεικτικά, οι προτεραιότητες των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων εστιάζουν (Σκάλκος, 2024):
▶ Στη μεγέθυνση των ελληνικών ΜμΕ, μέσω συνεργειών αλλά και πιθανών συγχωνεύσεων,
▶ Στον ψηφιακό και «πράσινο» μετασχηματισμό τους,
▶ Στην ενίσχυση για τη συμμετοχή τους στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αλυσίδες αξίας,
▶ Στην «πράσινη» πιστοποίηση προϊόντων και διαδικασιών,
▶ Στη βελτίωση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού τους,
▶ Στην υποστήριξη των επιχειρήσεων προκειμένου να προσδιορίσουν τις ανάγκες τους.
Επιπρόσθετα, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, θα πρέπει να τονιστεί ότι η συμβολή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης παίζει καθοριστικό ρόλο στον επιχειρησιακό προγραμματισμό του εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ), μιας και σε αυτές οφείλεται σχεδόν το 40% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (Βαρδουλάκης, 2020).
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποτελέσματα της πιο πρόσφατης διαθέσιμης έρευνας πεδίου που διεξήγαγε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (2024), μέσω ερωτηματολογίου που εστάλη σε 200 ελληνικές ΜμΕ, με έδρα σε περιοχές που επλήγησαν από ακραία καιρικά φαινόμενα, κατά το έτος 2023. Ειδικότερα, το 30% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε ότι υπέστη άμεσο πλήγμα με υλικές ζημιές, κυρίως σε εγκαταστάσεις, ενώ το 42% δήλωσε έμμεση διαταραχή στη λειτουργία της επιχείρησης. Το 23% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η επίδραση των ακραίων καιρικών φαινομένων ήταν έντονη, το 20% μέτρια, το 29% μικρή, ενώ μόλις το 28% των ΜμΕ δήλωσε ότι δεν επηρεάστηκε καθόλου.
Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ΜμΕ (60%)δήλωσε ότι προχώρησε σε αναδιαμόρφωση της εφοδιαστικής/εμπορικής τους αλυσίδας, μετά τα πλήγματα, ενώ το 75% των πληγεισών ΜμΕ χρειάστηκαν περισσότερους από 2 μήνες, μετά τις καταστροφές, προκειμένου να επανέλθουν στις πρωταρχικές ομαλές συνθήκες λειτουργίας τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στα λειτουργικά κόστη αλλά και στην εικόνα/φήμη της επιχείρησης.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές ΜμΕ αντιδρούν ορθολογικά στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η κλιματική κρίση, καθώς τα 2/3 των πληγεισών επιχειρήσεων σχεδιάζουν επενδύσεις προσαρμογής για την επόμενη τριετία, ενώ το 41% δηλώνει ότι η εμπειρία από τις καταστροφές στάθηκε ως η βασικότερη αιτία για τον προγραμματισμό των επενδύσεων αυτών. Ο μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός των επενδύσεων της επόμενης τριετίας εστιάζει τόσο στην ενεργή θωράκιση των υποδομών των επιχειρήσεων, όσο και στην παθητική θωράκιση αυτών από μελλοντικά πλήγματα, μέσα από προϊόντα ασφαλιστικής κάλυψης κινδύνου (εγκαταστάσεων, εξοπλισμού, αλλά και πωλήσεων).
Η οδυνηρή διαπίστωση ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλέον ένα γεγονός που αφορά το απώτερο μέλλον, αλλά τουναντίον αποτελεί μια κρίση του παρόντος, δημιουργεί νέα δεδομένα που επηρεάζουν ποικιλοτρόπως όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, και δεδομένου ότι οι ΜμΕ αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής δραστηριότητας, η ομαλή μετάβαση τους στη νέα πραγματικότητα αποτελεί ένα μεγάλο πολιτικό, οικονομικό αλλά και κοινωνικό στοίχημα.
Η αυξητική τάση της εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, επιτάσσει την άμεση θωράκιση των ΜμΕ, η οποία περνάει αναπόφευκτα μέσα από την εύκολη πρόσβαση σε κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία και ασφαλιστικά προϊόντα, πέρα από το σχεδιασμό εξειδικευμένων πολιτικών προσαρμογής και μετριασμού. Η αλλαγή κουλτούρας στις ελληνικές ΜμΕ σε σχέση με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης διαφαίνεται ήδη μέσα από τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγε η ΕτΕ. Αναμφίβολα, η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην κλιματική κρίση περνάει κυρίως μέσα από την προστασία και τη θωράκιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ο Παναγιώτης Καλημέρης είναι Επίκουρος Καθηγητής Οικολογικής Οικονομικής στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ