Η Μέση Ανατολή φλέγεται και οι διεθνείς αγορές «κρατούν την ανάσα τους» μπροστά στο ενδεχόμενο να κλείσουν τα Στενά του Ορμούζ — μια θαλάσσια αρτηρία κρίσιμη για την παγκόσμια ροή πετρελαίου.
Αν αυτό το σενάριο γίνει πραγματικότητα, οι συνέπειες θα φτάσουν γρήγορα στις αντλίες καυσίμων της Ελλάδας, απειλώντας να εκτινάξουν ξανά τη βενζίνη πάνω από τα 2 ευρώ το λίτρο.
Όμως, όσο κι αν η διεθνής κρίση μοιάζει να είναι ο βασικός ένοχος, η αλήθεια είναι πιο σύνθετη. Στην Ελλάδα, η τιμή που πληρώνουμε στο πρατήριο δεν καθορίζεται μόνο από τις διεθνείς εξελίξεις — σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από… την Εφορία.
Η ακριβή βενζίνη είναι κυρίως… φορολογική υπόθεση
Πάνω από το 60% της τιμής της αμόλυβδης στην Ελλάδα είναι φόροι. Από το σύνολο των 1,73 ευρώ που πληρώνουμε, μόλις 55 λεπτά αφορούν την πραγματική αξία του καυσίμου. Το υπόλοιπο είναι φόροι, τέλη και περιθώρια κέρδους. Το ίδιο, σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και στο πετρέλαιο κίνησης.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε διεθνής αύξηση δεν μεταφέρεται απλώς, αλλά πολλαπλασιάζεται στην τελική τιμή για τον καταναλωτή, ακριβώς επειδή επιβαρύνεται με υψηλότατους φόρους που δεν προσαρμόζονται ποτέ. Οι φόροι αυτοί επιβλήθηκαν στα χρόνια της κρίσης, αλλά έμειναν αμετακίνητοι, παρότι τα δημόσια οικονομικά έχουν βελτιωθεί.
Η κυβέρνηση στο σταυροδρόμι: Παρέμβαση ή αναμονή;
Οι διεθνείς πιέσεις δεν αφήνουν περιθώρια. Αν η τιμή του πετρελαίου συνεχίσει να ανεβαίνει, το ενεργειακό κόστος θα περάσει αστραπιαία σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, από τις μεταφορές μέχρι το καλάθι του σούπερ μάρκετ.
Η κυβέρνηση έχει εργαλεία: μπορεί να μειώσει προσωρινά τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης ή να εφαρμόσει έναν πιο ευέλικτο μηχανισμό που θα προσαρμόζεται στις διεθνείς τιμές. Το ίδιο ισχύει για τον ΦΠΑ, που σήμερα φτάνει στο 24% και χρεώνεται ακόμη και πάνω στους ίδιους τους φόρους καυσίμων.
Η εμπειρία των Fuel Pass απέδειξε ότι υπάρχουν τρόποι να στηριχθούν στοχευμένα οι πιο ευάλωτοι: επαγγελματίες οδηγοί, αγρότες, νησιώτες και χαμηλόμισθοι. Μια επιδότηση απευθείας στην αντλία θα μπορούσε να προσφέρει άμεση ανακούφιση.
Υπάρχουν χρήματα – Το ερώτημα είναι αν υπάρχει πολιτική βούληση
Τα τελευταία στοιχεία του Κρατικού Προϋπολογισμού δείχνουν ότι η κυβέρνηση διαθέτει τον δημοσιονομικό χώρο για τέτοιες παρεμβάσεις. Το πρωτογενές πλεόνασμα για το πρώτο πεντάμηνο του 2025 διαμορφώθηκε στα 5,35 δισ. ευρώ — υπερδιπλάσιο από τον στόχο. Τα φορολογικά έσοδα κινούνται πολύ πάνω από τις προβλέψεις.
Με απλά λόγια: αν η κυβέρνηση επιθυμεί, μπορεί να απορροφήσει μέρος των αυξήσεων, χωρίς να κινδυνεύσει η δημοσιονομική σταθερότητα. Το θέμα είναι αν θα το επιλέξει.
Το δεύτερο μέτωπο: Η αγορά και η αισχροκέρδεια
Πέρα από τη φορολογία, η κυβέρνηση οφείλει να ενισχύσει και τους ελέγχους. Οι πολίτες έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν ότι μέσα σε περιόδους κρίσης βρίσκουν χώρο και φαινόμενα αισχροκέρδειας. Η διαφάνεια στην τιμολόγηση και η πραγματική εποπτεία της αγοράς είναι αναγκαίες για να μην πληρώνουμε περισσότερο χωρίς λόγο.
Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η τιμή της βενζίνης. Είναι το κόστος ζωής συνολικά, σε μια περίοδο που τα νοικοκυριά δεν αντέχουν νέο γύρο ακρίβειας. Η πίεση προς την κυβέρνηση για αποφάσεις είναι ήδη εδώ — και οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν αν θα προλάβουμε να περιορίσουμε τις επιπτώσεις, ή αν το φαινόμενο θα μας προλάβει.