Ωνάσης, Μουσολίνι, οργή Θεού και ο Χριστός ως έμπνευση: Σαν σήμερα, ο Νίκος Καζαντζάκης

Ωνάσης, Μουσολίνι, οργή Θεού και ο Χριστός ως έμπνευση: Σαν σήμερα, ο Νίκος Καζαντζάκης

Σαν σήμερα, 26 Οκτωβρίου 1957, ο μεγάλος συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης άφηνε την τελευταία του πνοή στη Γερμανία.

Με αφορμή την ημέρα του θανάτου του, ανατρέχουμε στα άγνωστα κεφάλαια της ζωής του ανθρώπου που άφησε την Ελλάδα για να επιστρέψει νεκρός αλλά και κατακτητής της.

Ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας στον κόσμο, εκείνος που κατέκτησε διεθνή αναγνώριση, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο, όπως ομολόγησε, διεκδικούσε και για λόγους οικονομικής εξασφάλισης, ο Νίκος Καζαντζάκης, 68 χρόνια μετά τον θάνατό του, παραμένει μια εμβληματική μορφή γεμάτη αντιφάσεις, μυστικά και αλήθειες που σκιαγραφούν έναν άνθρωπο αφοσιωμένο στην Τέχνη, αλλά ταυτόχρονα βαθιά ριζωμένο στην αγωνία της επιβίωσης και της πνευματικής αναζήτησης.

Ο Νίκος Καζαντζάκης απεβίωσε στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, κλείνοντας τον κύκλο μιας ζωής που υπήρξε, κατά πολλούς, το πιο συναρπαστικό μυθιστόρημά του.

Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης πριν από 140 χρόνια, ο Καζαντζάκης καθιερώθηκε ως ο πιο δημοφιλής Έλληνας συγγραφέας παγκοσμίως και ως τέτοιος αγαπήθηκε και πολεμήθηκε όσο κανένας άλλος Έλληνας λογοτέχνης στην εποχή του.

Ως ελάχιστος φόρος τιμής, μια σειρά από άγνωστα ή ελάχιστα γνωστά trivia για τον αφοσιωμένο ταξιδιώτη και διανοητή:

1. Ασιατική γρίπη

Το πρωί της 26ης Οκτωβρίου του 1957, ο μεγάλος συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος Νίκος Καζαντζάκης άφησε την τελευταία του πνοή στην ηλικία των 74 ετών στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας.

Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, ο Καζαντζάκης μετά από ένα περίπου μήνα περιήγησης στην Κίνα φτάνει στην Καντόν, όπου και εμβολιάζεται εναντίον της ευλογιάς και της χολέρας, ενώ ετοιμάζεται για την αεροπορική επιστροφή του στην Ευρώπη μέσω Ιαπωνίας.

Ατυχώς από το εμβόλιο παθαίνει μόλυνση και νοσηλεύεται αρχικά στο Εθνικό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Καθώς επιδεινώνεται η κατάσταση του, μεταφέρεται στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ στην οποία εργαζόταν ο προσωπικός του γιατρός, Καθηγητής Αιματολογίας Χάιλμαγιερ.

Παρ’ όλο που καταφέρνει να ξεπεράσει τη μόλυνση και λίγο πριν πάρει το εξιτήριό του προσβάλλεται ενδονοσοκομειακά από ασιατική γρίπη την οποία ο ήδη εξαιρετικά εξασθενημένος οργανισμός του δε μπορεί να αντιμετωπίσει.

Η πανδημία γρίπης του 1957, ευρέως γνωστή ως πανδημία ασιατικής γρίπη, ήταν η 2η μεγάλη πανδημία γρίπης που η ανθρωπότητα κλήθηκε να αντιμετωπίσει κατά τον 20ο αιώνα.

Διήρκεσε περίπου 2 χρόνια αφήνοντας πίσω της περίπου 2 εκατομμύρια νεκρούς, κυρίως παιδιά και ηλικιωμένους. Ιστορικά πρόκειται γενικά για την 11η πιο φονική πανδημία και για τη 2η φονικότερη πανδημία γρίπης μετά φυσικά από αυτήν της ισπανικής γρίπης του 1918.

Ο Νίκος Καζαντζάκης στην Κίνα

Τα πρώτα κρούσματα του νέου αυτού ιού (Η2Ν2) εντοπίστηκαν στην επαρχία Γιουνάν της Κίνας τον Φεβρουάριο του 1957, αλλά καθώς η Κίνα την εποχή εκείνη δεν ήταν μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δεν υπήρξε ενημέρωση σε διεθνές επίπεδο για τον κίνδυνο.

Ο ιός εξαπλώθηκε γρήγορα την άνοιξη προς την υπόλοιπη Κίνα, το Χονγκ Κόνγκ, τη Σιγκαπούρη, Ταιβάν και την Ιαπωνία.

Ο Νίκος και Ελένη Καζαντζάκη το καλοκαίρι του 1957 βρίσκονταν στην Κίνα και ταξίδευαν στο εσωτερικό της, ενώ έκαναν και ένα σύντομο πέρασμα και από την Ιαπωνία.

Μάλιστα, στις ανησυχίες για το ταξίδι αυτό της Ελένης που διάβαζε στις εφημερίδες για τη γρίπη που είχε ξεσπάσει στις νότιες επαρχίες και στο Τόκυο, ο Καζαντζάκης της απαντούσε: Μπα, έμας η γρίπη δε μας πιάνει!

2. Τι είναι ο φασισμός;

Το φθινόπωρο του 1926 ο Καζαντζάκης έχει ολοκληρώσει την ανταπόκριση του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου για λογαριασμό της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος και ετοιμάζεται για την επιστροφή του στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας. Περνά για λίγο από την αγαπημένη του Ασίζη και τον Οκτώβριο βρίσκεται στη Ρώμη.

Εκεί πετυχαίνει να πάρει συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Μια σημαντική δημοσιογραφική επιτυχία, καθώς λίγοι είναι οι Έλληνες δημοσιογράφοι που πήραν συνέντευξη από τον Ιταλό δικτάτορα.

Το Φασιστικό Καθεστώς βρισκόταν τότε ήδη τέσσερα χρόνια στην εξουσία. Ο Καζαντζάκης είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά τόσο την κατάσταση που επικρατούσε στην Ιταλία, όσο και τον ίδιο τον Μουσολίνι. Τα όσα βίωσε ο Καζαντζάκης από αυτήν του την επίσκεψη δημοσιεύτηκαν αρχικά στον Ελεύθερο Τύπο σε σειρά άρθρων τον Φεβρουάριο του 1927 και λίγο αργότερα στο βιβλίο του Ταξιδεύοντας (Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά).

Οι εντυπώσεις που αποκόμισε από την Ιταλία του Μεσοπολέμου αποτελούν εντυπωσιακή μορφή εύστοχου και αντικειμενικού πολιτικού σχολιασμού, αποδεικνύοντας την οξυδέρκεια του Καζαντζάκη και την ικανότητά του στην πολιτική και κοινωνική ανάλυση.

Στα άρθρα και στο βιβλίο αυτό, αλλά ακόμα περισσότερο σε μια 20 σελίδων πραγματεία του με τίτλο Φασισμός, ο Καζαντζάκης διατυπώνει την πρόταση πως πρέπει να μελετηθεί με σεβασμό και αμερόληπτα η πολιτική αυτή ιδεολογία. Παράλληλα, εκφράζει τις ανησυχίες του για την κατεύθυνση που παίρνει το καθεστώς αυτό για την Ιταλία και την Ευρώπη γενικότερα.

Ανησυχίες που δυστυχώς επαληθεύτηκαν με οδυνηρό τρόπο για τους Λαούς της Ευρώπης 12 χρόνια αργότερα με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο ίσιος δρόμος, χάθηκε. Στις κρίσιμες ιστορικές εποχές ο ίσιος δρόμος χάνεται. Ακριβώς, γι’ αυτό είναι κρίσιμες. Χάνεται το κανονικό βάδισμα. Είναι ανάγκη – είτε άτομο είσαι, είτε λαός – να πηδήξεις…. Πρέπει να πηδήσουμε. Όσοι δεν μπορούν να πηδήσουν, θα πέσουν στο χάος έγραφε.

Το χειρόγραφο της πραγματείας του Καζαντζάκη περί φασισμού διασώζεται στο Αρχείο και εκτίθεται στη Μόνιμη Έκθεση του Μουσείου Ν. Καζαντζάκη.

3. Νόμπελ, Καμύ και Καζαντζάκης

Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας 9 φορές. Την πρώτη φορά, το 1947, ήταν από κοινού συνυποψήφιοι με τον καλό του φίλο Α. Σικελιανό, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 ήταν υποψήφιος κάθε χρόνο (1950 – 1957) μέχρι τον θάνατό του.

Σε πολύ μεγάλο βαθμό ο Καζαντζάκης δεν κατάφερε να τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας λόγω ισχυρότατων παραινέσεων και πιέσεων που ασκούσαν αρκετοί ελληνικοί θεσμοί και προσωπικότητες προς τη Σουηδική Ακαδημία.

Το 1957 ο Καζαντζάκης έχασε το Νόμπελ για μια ψήφο με νικητή να αναδεικνύεται ο Αλμπέρ Καμύ. Ο Καζαντζάκης, σοβαρά άρρωστος από την κλινική που νοσηλευόταν στην Γερμανία, του έστειλε συγχαρητήρια επιστολή.

Ο Καμύ απάντησε: κα. Καζαντζάκη, είχα πάντα μεγάλο θαυμασμό κι αν το επιτρέπετε ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να αποδείξω και δημοσία στην Αθήνα αυτό μου τον θαυμασμό, τον καιρό που η επίσημη Ελλάδα έκανε μούτρα στον πιο μεγάλο της συγγραφέα[…] δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχτώ μια τιμή, που ο Καζαντζάκης άξιζε πολύ περισσότερο, έλαβα ένα τηλεγράφημά του από τα πιο θερμά. Λίγο υστερότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμά του αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες προτού πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι ένας από εκείνους που αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε.

4. Οι γυναίκες στη ζωή του

Ο Καζαντζάκης παντρεύτηκε δύο φορές: την ποιήτρια Γαλάτεια Αλεξίου (χώρισαν το 1926) και την Ελένη Σαμίου το 1945.

Ο Καζαντζάκης είδε για πρώτη φορά τη Γαλάτεια Αλεξίου σ’ έναν περίπατο, στη διάρκεια διακοπών του στο Ηράκλειο. Λίγο αργότερα σημείωσε στο λεύκωμα ενός φίλου του, ότι αυτό που επιθυμεί από τη ζωή είναι η Γαλάτεια και μία καλύβη. Όταν το τετράδιο έφτασε στα χέρια της Γαλάτειας, εκείνη ζήτησε να γνωρίσει τον θαυμαστή της. Η γνωριμία τους έγινε πιθανότατα στα τέλη του 1904 και σύντομα εξελίχθηκε σε αισθηματικό δεσμό.

Παρ’ όλο που, τυπικά, ο Νίκος και η Γαλάτεια ήταν μαζί περίπου 26 χρόνια, συνολικά η κοινή ζωή τους δεν υπερβαίνει τα τέσσερα. Ο Καζαντζάκης τον περισσότερο καιρό ταξίδευε στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η Γαλάτεια πήγε να τον βρει μία φορά στην Αθήνα (το 1910, όταν ξεκίνησε η συμβίωσή τους) και μία στο Βερολίνο. Το 1911, το ζευγάρι θα στεφανωθεί στο Ηράκλειο, στην εκκλησία του νεκροταφείου του Αγίου Κωνσταντίνου εξαιτίας αντιρρήσεων του αυταρχικού Καπετάν Μιχάλη.

Η ζωή τους δεν υπήρξε εύκολη λόγω της οικονομικής τους δυσπραγίας. Το πιο σημαντικό πρόβλημα, όμως, ήταν η διαφορά των χαρακτήρων τους: εκείνος ήταν μονήρης, αφοσιωμένος στο έργο του, με εναγώνιες αναζητήσεις και βασανιστικά ερωτήματα. Εκείνη με μυαλό τετράγωνο, με εντελώς αντίθετες αντιλήψεις για τη ζωή και για την τέχνη, πολύ πιο κοινωνική. Οι επιστολές που της στέλνει, κατά την απουσία του στην Ευρώπη στο διάστημα 1920-1923, είναι αποκαλυπτικές. Ανάμεσα σε ποικίλες περιγραφές της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, των πολιτικών του σχεδίων και των συγγραφικών του δραστηριοτήτων, διακρίνεται η βεβαιότητά του ότι η γυναίκα του δεν εκτιμά το έργο του και δεν μπορεί να προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής του.

Ύστερα από χρόνια κρίση, ο γάμος τους θα διαλυθεί το 1926, με τη Γαλάτεια όμως να διατηρεί το επίθετο Καζαντζάκη. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η Γαλάτεια πόνεσε βαθιά με το θάνατο του πρώτου της συζύγου.

Η Ελένη Σαμίου ήταν η μόνη γυναίκα που κέρδισε την αφοσίωση του Καζαντζάκη, και τον περιέβαλε με τόση πίστη και αυταπάρνηση. Γνωρίζονται σε μια εκδρομή το Μάιο του 1924 και λίγους μήνες μετά, από το Ηράκλειο, ο Καζαντζάκης της γράφει ένα γράμμα, με την ευχή να είναι σύντροφοι ως το τέλος της ζωής τους.

Η ευχή πραγματοποιείται το 1928, όταν η Ελένη πηγαίνει να τον ανταμώσει στη Μόσχα. Αυτή ήταν η απαρχή της κοινής τους ζωής, βασισμένη στην αμοιβαία υπόσχεση απόλυτης αφοσίωσης. Συχνά, οι συνθήκες τους υποχρέωσαν σε μεγάλες περιόδους αποχωρισμού. Αλλά εκείνος της γράφει πάντα – την αποκαλεί Λένοτσκα, Συντρόφισσα, Ακρίταινα, Αϊ-Γιώργη. Της αφιερώνει την τραγωδία Οδυσσέας και γράφει γι’ αυτήν το κάντο Ελένη. Όχι άδικα: η Ελένη τον ακολούθησε παντού, δέχτηκε τον πλάνητα βίο του, χαλώντας και ξαναφτιάχνοντας από την αρχή το σπιτικό της στο Γκόττεσγκαμπ, στην Αίγινα, στην Αντίμπ. Στα χρόνια της Κατοχής, πηγαινοερχόταν με κίνδυνο της ζωής της, στην Αθήνα για να εξασφαλίσει μερικά τρόφιμα.

Εκείνη άκουγε πρώτη τα έργα του, φρόντιζε για τη δακτυλογράφησή τους, απαντούσε σε επιστολές, μάζευε τις κριτικές που δημοσιεύονταν στον τύπο. Μετά το θάνατό του Καζαντζάκη, εκείνη ανέλαβε την προώθηση του έργου του, τη διάσωση του ανέκδοτου υλικού, των επιστολών, των σημειώσεων και των ημερολογίων του, ενώ υποστήριξε σημαντικά τον εμπλουτισμό των Συλλογών του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη. Το σπουδαιότερο συγγραφικό της έργο είναι η βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη με τίτλο Νίκος Καζαντζάκης, ο Ασυμβίβαστος.

Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή επιτυχία της ζωής μου. Χωρίς αυτήν θα ‘χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη.

5. Νίκος όπως Χαλιμά

Η σχέση του με την Ελένη κράτησε 33 χρόνια. Εκείνη, η οποία ήταν είκοσι χρόνια νεότερη, δούλεψε ακαταπόνητα για την υπεράσπιση και την προώθηση του έργου του μετά τον θάνατό του. Η στροφή του προς το μυθιστόρημα έγινε με παρότρυνση της Ελένης στην οποία συνήθιζε τα βράδια να λέει ιστορίες για να την αποκοιμίσει.

Νίκο-Χαλιμά τον έλεγε και ήταν εκείνη που τον ενθάρρυνε να στραφεί στη φόρμα του μυθιστορήματος για να μπορεί ευκολότερα να επικοινωνήσει τις ιδέες του στο ευρύ κοινό αλλά και στο κοινό του εξωτερικού. Τα περισσότερα από τα επιτυχημένα μυθιστορήματα της ωριμότητας γράφτηκαν στο εξωτερικό από το 1946 και μετά όπου ο Νίκος Καζαντζάκης έζησε πια μόνιμα.

6. Χριστός ως έμπνευση

Η μορφή του Χριστού άσκησε τεράστια επίδραση στη ζωή και στο συγγραφικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Από τα παιδικά του χρόνια, όταν πουλούσε παιχνίδια του για ν’ αγοράζει λαϊκές φυλλάδες με τους Βίους των Αγίων, ο Χριστός ρίζωσε στην ψυχή του.

Όπως και οι άλλοι πνευματικοί του οδηγοί, ο Ιησούς ενέπνευσε τον Καζαντζάκη. Μα ο Χριστός δεν τον ενέπνευσε για να γίνει ένας δογματικός πιστός, ή ένας αποσυρμένος μακριά απ’ τα εγκόσμια καλόγερος, ή για να πάρει υψηλή θέση στην ιεραρχία της Εκκλησίας ή για να γίνει σύγχρονος προφήτης.

Πήρε έμπνευση για να δημιουργήσει λογοτεχνικά έργα εξαιρετικά υψηλού επιπέδου γεμάτα μεταφυσικές, υπαρξιακές, αλλά και κοινωνικές αγωνίες. Έτσι, έγραψε την τραγωδία και το άσμα (canta) Χριστός, τα δύο μυθιστορήματα Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται και Ο Τελευταίος Πειρασμός, ενώ ο Χριστός εμφανίζεται και στην Οδύσεια, το μέγα έπος του Καζαντζάκη.

Για τον Καζαντζάκη στο πρόσωπο του Χριστού ταυτίζονται η μορφή του ήρωα και η μορφή του αγίου, συγκροτώντας το ανώτατο πρότυπο του ανθρώπου με τον Καζαντζάκη να υπογραμμίζει διαρκώς το στοιχείο του θεϊκού μαρτυρίου στον αγώνα για την ανθρώπινη λύτρωση. Αυτές οι εντυπώσεις εναρμονίζονται με την πρωτότυπη ιδέα του Καζαντζάκη για τον αγωνιζόμενο Θεό.

Από μικρό παιδί, από την εποχή που διάβαζα στην αυλή του πατρικού σπιτιού τα συναξάρια των αγίων, μ’ έκαιγε η λαχτάρα να πατήσω τα Άγια Χώματα ετούτα, που τώρα πατώ, και τις πέτρες που πάτησε ο Χριστός και ν’ ακούσω τη φωνή Του. Είχα πάντα ένα λόγο να Του πω. Έχω ακόμα ένα λόγο να Του πω. Δε θα με λυπηθεί; Θ’ απαντήσει! Ο κόσμος κυλάει και μεταλλάζει ρωτήματα, αγωνίες, δαιμόνους· μπορεί λοιπόν να ’χει ο Χριστός έναν καινούριο λόγο να πει που να γειάνει τις καινούριες πληγές· να δώσει ένα καινούριο πρόσωπο, πιο αντρίκειο, στην αγάπη έγραψε  στο Αναφορά στον Γκρέκο.

7. Πολύγλωσσος Οδυσσέας

Ως άλλος σύγχρονος Οδυσσέας, ο Καζαντζάκης ταξίδεψε σε τουλάχιστον 30 χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.

Η ικανότητα του να γνωρίζει έξι ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσικά), καθώς και να συνεννοείται υποτυπωδώς στα ιαπωνικά, μαζί με τις γνώσεις του σε λατινικά και αρχαία ελληνικά, υπήρξε το ισχυρότερο διαβατήριό του για τον κόσμο.

Αν και το ευρύ κοινό γνωρίζει κυρίως τα μυθιστορήματά του, ο Καζαντζάκης θεωρούσε ως έργο της ζωής του την Οδύσσεια, ένα έπος σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερο από την ομηρική. Τη συνέθετε επί 14 ολόκληρα χρόνια, δείχνοντας το μέγεθος της αφοσίωσής του στον επικό λόγο.

Η Οδύσσεια (στην πρώτη έκδοση, του 1938, η γραφή είναι με ένα σίγμα, ως Οδύσεια), το μεγαλόπνοο αυτό έπος του Καζαντζάκη έχει ως θέμα τις νέες περιπλανήσεις του ομηρικού ήρωα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη μέχρι τον θάνατό του. Είναι γραμμένη σε ιαμβικό δεκαεπτασύλλαβο στίχο (στο σύνολο 33.333 στίχοι) και χωρίζεται σε 24 ραψωδίες, όσες και αυτή του Ομήρου.

Η υπεράνθρωπη επιχείρηση ν’ αξιοποιηθεί η απέραντη πνευματική πείρα του Καζαντζάκη είναι η Οδύσσεια. Αυτό εξηγεί την έκτασή της, τον εφιαλτικό καταρράκτη των βιωμάτων, τον συγκρητισμό τόσο μεγάλου πλήθους από μύθους, συνήθειες και δοξασίες, τη χλιδή των εικόνων, την ατερμοσύνη των σκοπών, ακόμα και την καταλυτική ορμή που την διατρέχει απ’ άκρη ως άκρη, ίσαμε την τελική συνουσία του Οδυσσέα με τον Θάνατο. θα γράψει χαρακτηριστικά ο στενός φίλος του Καζαντζάκη Παντελής Πρεβελάκης. Και συνεχίζει παρακάτω: Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη θα βγει στην αναζήτηση του Θεού, όπως ο Οδυσσέας του Ομήρου βγαίνει στην αναζήτηση της πατρίδας.

Για τον Καζαντζάκη, η Οδύσσεια αποτελούσε το Εργο (la Obra), αναφώνηση που την είχε ακούσει από το στόμα του ποιητή Χιμένεθ.

Η συγγραφή της άρχισε στην Κρήτη, όπου γράφτηκαν οι πρώτες έξι ραψωδίες, τον χειμώνα του 1925, και συνεχίστηκε στην Αίγινα, όπου γράφτηκαν οι υπόλοιπες δεκαοχτώ, από τις 20 Μαΐου ώς τις 22 Σεπτεμβρίου του 1927. Αυτή ήταν η πρώτη γραφή. Ακολούθησαν άλλες έξι με τις οποίες ο ποιητής αναθεώρούσε το έργο, μέχρι την τελική έβδομη γραφή, έπειτα από δεκατρία ολόκληρα χρόνια.

Ο Οδυσσέας (Δυσσέας) του Καζαντζάκη φεύγοντας από την Ιθάκη περιπλανιέται στη Σπάρτη, την Κρήτη και την Αίγυπτο, που συνταράσσονται από εσωτερικές επαναστάσεις και επιδρομές ξανθομάλληδων βαρβάρων, των Δωριέων (Ραψωδίες Α-Λ), στις οποίες λαμβάνει και ο ίδιος μέρος υπέρ των ανατροπέων.

Στη συνέχεια (ραψωδίες Μ-Ο) ο ήρωας ιδρύει την δική του πολιτεία, το κάστρο του Θεού, η οποία όμως καταστρέφεται από σεισμό. Στις τελευταίες ραψωδίες (Π-Ω), ο Οδυσσέας γίνεται ασκητής και αρχίζει μια μοναχική πορεία, στη διάρκεια της οποίας συναντά τις μεγάλες μορφές του ανθρώπινου πνεύματος, όπως τον Χριστό και τον Βούδα, τον Φάουστ και τον Δον Κιχώτη. Αφού δώσει στον καθένα, αλλά και πάρει από τον καθένα κάτι, πεθαίνει γαντζωμένος από ένα παγόβουνο στο Νότιο Πόλο.

Ο καζαντζακικός Οδυσσέας είναι ένας Αντάρτης, Ξεριζωμένος, Desperado. Κλίμα της ψυχής του; Η μοναξιά και η ανταρσία! Κοσμικές τρομάρες, συναίσθημα ανεστιότητας, έξαψη του εγώ. Απανθρωπία. Desperación. Μηδενισμός.

Η κοσμοθεωρία του Οδυσσέα περιέχεται ολόκληρη στην εμβληματική Ασκητική.

8. Αφοσιωμένος γραφιάς

Ο Νίκος Καζαντζάκης ασχολήθηκε με τα περισσότερα είδη του γραπτού λόγου: πεζογραφία, ποίηση, θεατρικά έργα, σενάρια για τον κινηματογράφο, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, φιλοσοφικά δοκίμια, μεταφράσεις. Ο ίδιος θεωρούσε έργο ζωής του την Οδύσσεια, αλλά ο γκος του έργου του είναι εντυπωσιακός.

Όσον αφορά τα έργα του που εκδόθηκαν συνολικά είναι: 1 επική σύνθεση, ένας τόμος με 22 Τερτσίνες, 12 μυθιστορήματα, 20 θεατρικά έργα, 6 ταξιδιωτικά βιβλία (για 9 χώρες), 6 φιλοσοφικά-επιστημονικά δοκίμια, 2 παιδικά μυθιστορήματα, ενώ συνέταξε άρθρα που περιελήφθησαν ως λήμματα στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, 1 γαλλοελληνικό Λεξικό για τις εκδόσεις Δημητράκου με τον Παντελή Πρεβελάκη, καθώς και στην πρώιμη περίοδό του 9 λογοτεχνικά κείμενα με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή που χαρακτηρίζονται Πεζά ποιήματα ή Πεζοτράγουδα.

Δεκάδες άρθρα δημοσίευσε σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ δεν πρέπει να παραγνωριστεί και η συνεργασία του με τη Γαλάτεια αλλά και την Ελένη για τη συγγραφή εκπαιδευτικών αναγνωστικών.

Σπουδαιότατο υπήρξε ασφαλώς και το μεταφραστικό του έργο σε συνεργασία με εκδοτικούς οίκους ή ύστερα από παραγγελία του Βασιλικού Θεάτρου. Μετέφρασε και διασκεύασε συνολικά 31 έργα φιλοσοφικά και επιστημονικά συγγράμματα, τη βιογραφία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, παιδικά βιβλία και θεατρικά έργα.

Είναι ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας στο εξωτερικό. Το έργο του, έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες, διαλέκτους και ιδιώματα.

Το 2007 το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου κατέγραψε περισσότερες από 580 εκδόσεις ξένων μεταφράσεων έργων του παγκοσμίως, ενώ σχεδόν κάθε χρόνο ο κατάλογος αυτός εμπλουτίζεται αποδεικνύοντας τη διαχρονική και διεθνή απήχηση του έργου του.

Ο Καζαντζάκης έγραψε τα περισσότερα και πιο γνωστά μυθιστορήματά του (Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Καπετάν Μιχάλης, Χριστός ξανασταυρώνεται, Αναφορά στον Γκρέκο, Αδερφοφάδες, Ο φτωχούλης του Θεού) την τελευταία δεκαετία της ζωής του.

To Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά είναι το πρώτο μυθιστόρημα της ωριμότητας. Ένα χαρούμενο μυθιστόρημα, γραμμένο το 1941 στην Αίγινα μέσα στην  περίοδο της γερμανικής Κατοχής, έμελλε να γίνει το πιο διάσημο έργο του παγκοσμίως. Πολύ συχνά τα έργα του κυκλοφόρησαν αρχικά σε άλλη γλώσσα και όχι ελληνικά (Toda-Raba, Βραχόκηπος, Ο Τελευταίος πειρασμός, Ο Φτωχούλης του Θεού, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται).

Απονομή Βραβείου Ειρήνης στον Νίκο Καζαντζάκη, Βιέννη, Ιούνιο του 1956

9. Οργή Θεού

Αν και αντιμετώπισε την οργή εκκλησιαστικών κύκλων τόσο της ορθόδοξης, όσο και της καθολικής Εκκλησίας, εξαιτίας κυρίως ορισμένων αποσπασμάτων από τα μυθιστορήματα Ο Καπετάν Μιχάλης και Ο τελευταίος πειρασμός, και παρόλο που υπήρχαν μεγάλες πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση, ο Νίκος Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε επίσημα ποτέ.

Ωστόσο η Ιεραρχία της ελληνικής Εκκλησίας τον καταράστηκε δίνοντας την πατρική παραίνεση στο ποίμνιό της να αποφεύγει να διαβάζει τα βιβλία του τα οποία δια της σαγήνης της Τέχνης ανυπόπτως δηλητηριάζοντα τας ψυχάς.

Την ίδια χρονιά, το 1954, το Βατικανό συμπεριέλαβε τον Τελευταίο Πειρασμό στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων για τα έτη 1954-1955.

Όσον αφορά το ζήτημα της αθεΐας, μολονότι δεν βρίσκεται εν ζωή για να απαντήσει ο ίδιος σε ένα τόσο σημαντικό και προσωπικό παράλληλα ερώτημα, η ασκητική ζωή του και το έργο του, τόσο γεμάτο με αναφορές στον Θεό, μάλλον υποδεικνύουν το αντίθετο. Άλλωστε στην Ασκητική παραθέτει το Πιστεύω του, το οποίο ξεκινά με την εξής φράση: ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ.

10. Απόντος Ιερέα και ο Ωνάσης

Η επιστροφή του Καζαντζάκη στην Ελλάδα, μετά τον θάνατό του στη Γερμανία, υπήρξε δραματική. Η σορός του μεταφέρθηκε οδικώς στην Αθήνα, αλλά λόγω των αντιδράσεων, παρέμεινε σε νεκρικό θάλαμο του Α΄ Νεκροταφείου απόντος του ιερέα. Οι προσπάθειες της Ελένης να βρεθεί ναός για την εξόδιο ακολουθία στην Αθήνα απέβησαν άκαρπες.

Η λύση για τη μεταφορά της σορού στην Κρήτη δόθηκε από τον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος διέθεσε ναυλωμένο αεροσκάφος της Ολυμπιακής για να φτάσει το σκήνωμα στο Ηράκλειο.

Η κηδεία του μετατράπηκε σε πάνδημο γεγονός, με τον ενταφιασμό του στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, όπου αναγράφεται η θρυλική επιγραφή που συνοψίζει το φιλοσοφικό του credo:

Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβούμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.

Επιμύθιο

Η Ασκητική (με τον πρωτότυπο τίτλο Salvatores Dei, δηλαδή Οι Σωτήρες του Θεού) αποτελεί ένα θεμελιώδες, στοχαστικό και βαθύτατα φιλοσοφικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο πολλοί θεωρούν τη διακήρυξη του προσωπικού του credo και την πνευματική του διαθήκη.

Η συγγραφή του κειμένου ξεκίνησε στη Βιέννη το 1922 και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1923 στο Βερολίνο, σε μια περίοδο έντονης πνευματικής αναζήτησης του συγγραφέα. Παρόλο που η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1927 στο περιοδικό Αναγέννηση του Δημήτρη Γληνού, ο Καζαντζάκης συνέχισε τις αναθεωρήσεις έως το 1945, οπότε και εμφανίστηκε η οριστική, ολοκληρωμένη μορφή της, εμπλουτισμένη με το κεφάλαιο Η Σιγή.

Στο έργο αυτό, ο Καζαντζάκης περιγράφει αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε ως βιβλίο mystique, όπου διαγράφει τη μέθοδο ανόδου της ψυχής μέσω πέντε κύκλων ωσότου φτάσει στην ανώτατη Επαφή.

Αυτοί οι κύκλοι είναι: Εγώ, ανθρωπότητα, Γη, Σύμπαντο, Θεός. Ο στόχος δεν ήταν η ποιητική έξαρση -ο συγγραφέας επέλεξε να το γράψει με στεγνή, επιταχτική φόρμα- αλλά η ανάδειξη μιας φιλοσοφικής και ηθικής κλίμακας, με εμφανείς επιρροές από τους Νίτσε, Μπερξόν και Χέγκελ.

Ουσιαστικά, η Ασκητική εκφράζει την προσπάθεια του Καζαντζάκη να αποδείξει ότι η πραγματική ανθρωπιά βρίσκεται στην ανακάλυψη ενός Θεού εντός του ανθρώπου, ενός Θεού που αντιπροσωπεύει την προσωπική ανεξαρτησία και την αδιάκοπη μάχη για τη δημιουργία κάτι καινούργιου όταν το παλιό καταρρέει.

Η ύψιστη φιλοσοφική κατάληξη του έργου αυτού είναι η περίφημη φράση του συγγραφέα, η οποία έχει πάρει διαστάσεις παγκόσμιου μότο και αναγράφεται στον τάφο του στον προμαχώνα Μαρτινέγκο στο Ηράκλειο, μια φράση που συνοψίζει την Ασκητική στάση ζωής που προτείνει ο Καζαντζάκης.

Μια στάση αποδέσμευσης από κάθε φόβο και προσδοκία, με μοναδικό σκοπό την απόλυτη ελευθερία της δράσης και του πνεύματος.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα ως πυξίδα ζωής:

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·

β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

Με πληροφορίες από το Μουσείο Καζαντζάκη

Πηγή περιεχομένου: in.gr

Loading

Play