ΙΝΣΕΤΕ: Ο αντίκτυπος της υπερφορολόγησης στη βιωσιμότητα των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων

ΙΝΣΕΤΕ: Ο αντίκτυπος της υπερφορολόγησης στη βιωσιμότητα των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων

Αν και τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει βελτιώσει σημαντικά τη θέση της ως προς τη φορολογική ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων γενικά, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη φορολογία στον τουριστικό τομέα, λόγω υψηλού ΦΠΑ διαμονής και Τέλους Ανθεκτικότητας καθώς και μη μισθολογικού κόστους, ιδιαίτερα για τους υψηλότερους μισθούς.

Όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), η υπερβάλλουσα φορολογική πίεση που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ξενοδοχεία έναντι των ανταγωνιστών τους έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική βιωσιμότητα κυρίως των πιο αδύναμων επιχειρήσεων. Αυτές οι επιχειρήσεις εντοπίζονται με μεγάλη συχνότητα στους λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς, ενώ η πίεση για υψηλότερες τιμές δημιουργεί προσκόμματα στην ανάπτυξή τους. Παράλληλα, τα κίνητρα για αύξηση των αποδοχών και παραγωγικές επενδύσεις στον πιο ανταγωνιστικό και εξωστρεφή τομέα της ελληνικής οικονομίας αποδυναμώνονται.

Το ΙΝΣΕΤΕ ανέθεσε στην PwC τη «Μελέτη καταγραφής και συγκριτικής αξιολόγησης του φορολογικού πλαισίου που διέπει τις τουριστικές επιχειρήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς», προκειμένου να καταγράψει και να αξιολογήσει τη φορολογική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας σε σχέση με βασικούς ανταγωνιστές της στον τουρισμό – Ιταλία, Ισπανία, Κροατία, Τουρκία, Κύπρο και Πορτογαλία. Σε συνδυασμό και με την επακόλουθη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ με θέμα «Η Επίπτωση των Υψηλών Φορολογικών Συντελεστών στα Ξενοδοχεία», προκύπτουν συνοπτικά τα εξής:

– Ενώ η Ελλάδα έχει βελτιώσει σημαντικά τη συνολική της ανταγωνιστικότητα στην εταιρική φορολογία, η εικόνα για τη φορολογική ανταγωνιστικότητα του τουρισμού είναι δυσμενέστερη, επιβεβαιώνοντας την υπερβάλλουσα φορολογική πίεση σε έναν από τους πιο δυναμικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας.

– Για το ελληνικό ξενοδοχείο συγκεκριμένα, τα Κέρδη προ Φόρων, Τόκων και Αποσβέσεων (ΚΠΦΤΑ) είναι σημαντικά μειωμένα σε σχέση με τις δαπάνες για φόρους και εισφορές, γεγονός που επηρεάζει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

Σημειώνεται ότι η φορολογική ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους επιμέρους συντελεστές της εταιρικής φορολογίας. Το κόστος συμμόρφωσης με τις ρυθμιστικές και κανονιστικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το διοικητικό και θεσμικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι επιχειρήσεις μιας οικονομίας, διαδραματίζει επίσης έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών διαδικασιών, γεγονός που επιβαρύνει σημαντικά τις τουριστικές επιχειρήσεις. Ενώ ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται στην 21η θέση διεθνώς, στο πεδίο του επιχειρηματικού περιβάλλοντος η Ελλάδα κατατάσσεται στην 52η θέση.

Η υπερφορολόγηση στα ξενοδοχεία

Εστιάζοντας στον ξενοδοχειακό κλάδο και ειδικότερα σε ένα απλό μοντέλο ξενοδοχειακής μονάδας, προκύπτει ότι με τους υφιστάμενους φορολογικούς συντελεστές στην Ελλάδα, τα ελληνικά ξενοδοχεία έχουν τα χαμηλότερα ΚΠΦΤΑ σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που εξετάζονται.

Ειδικότερα, η ελληνική ξενοδοχειακή επιχείρηση έχει το χαμηλότερο καθαρό έσοδο και έως 11,5% λιγότερα από την αντίστοιχη κυπριακή. Το συνολικό ύψος των φόρων και του μη μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιο έναντι της Κύπρου, και η αυξημένη φορολογική επιβάρυνση αναδεικνύει τη δυσκολία στη λειτουργία τους.

Την ίδια ώρα, η εισαγωγή του νέου αυξημένου «Τέλους Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση» θα εντείνει την άνιση κατανομή φορολογικών βαρών στα ξενοδοχεία, επηρεάζοντας αρνητικά τα καταλύματα χαμηλότερων χρεώσεων και τους προορισμούς με μειωμένη τουριστική ζήτηση.

Loading

Play