«51 χρόνια συμπληρώθηκαν από το έγκλημα σε βάρος του κυπριακού λαού, την τουρκική εισβολή που είχε σαν αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και εκτοπισμένους και την κατοχή του 37% της Κύπρου, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα.
«Αυτό που απαιτείται σήμερα, είναι η ανάπτυξη της συντονισμένης εργατικής-λαϊκής πάλης, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κόντρα στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για το νησί, για την επανένωση της Κύπρου και του λαού της, για να υψωθεί τείχος αντίστασης στον εθνικισμό και τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου…»
Το απαραίτητο άλλοθι για την εισβολή του ΝΑΤΟϊκού τουρκικού στρατού, το είχε δώσει λίγες μέρες πριν η επίσης ΝΑΤΟϊκή ελληνική Χούντα, με το πραξικόπημα που ενορχήστρωσε κατά της κυβέρνησης του Μακάριου, ενώ απροκάλυπτη κάλυψη στην εισβολή έδωσαν οι ΗΠΑ και το ίδιο το ΝΑΤΟ με τη στάση τους. Αυτή η ιστορική αλήθεια καταρρίπτει τα αφηγήματα σύμφωνα με τα οποία αυτού του είδους οι συμμαχίες μπορούν να παρέχουν διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων οποιουδήποτε λαού.
Όπως και στην Ελλάδα -με πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κρήτης και Λιβύης- έτσι και στην Κύπρο, έχουν διαψευσθεί πλήρως οι αβάσιμες προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν για το ρόλο του νησιού ως ενεργειακού κόμβου στην περιοχή και την εγγύηση που θα παρείχε η εμπλοκή μεγάλων ενεργειακών κολοσσών από τις ΗΠΑ και αλλού για την ασφάλεια του λαού του.
Στο ίδιο φόντο, αναβαθμίζεται ο ρόλος του ψευδοκράτους στη στρατηγική της Τουρκίας και εργαλειοποιείται ως στρατιωτική βάση και μέσο διεκδίκησης ενεργειακών πόρων στην περιοχή. Με τη συνενοχή του ευρωατλαντικού παράγοντα, προωθείται το σχέδιο των δύο συνιστώντων κρατών, που πρόκειται για λύση διχοτομική, όπως αυτή που απέρριψε ο κυπριακός λαός στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν.
Το πιο επικίνδυνο στοιχείο είναι ότι, με ευθύνη των παραπάνω παραγόντων, έχει αδυνατίσει η αντιμετώπιση του Κυπριακού προβλήματος ως διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής. Αυτό το απαράδεκτο και αδιέξοδο πλαίσιο συζήτησης επιβεβαιώθηκε και στην πρόσφατη άτυπη πενταμερή συνάντηση στη Νέα Υόρκη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ