Με αφορμή την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου, ενός εμβληματικού δημιουργού που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική μουσική και πολιτιστική Ιστορία, το Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (ΟΑΚΑ) αποχαιρετά με σεβασμό και συγκίνηση έναν άνθρωπο που συνέδεσε μοναδικά την τέχνη με τον δημόσιο χώρο. Η ιστορική συναυλία του Σαββόπουλου το 1983 αποτέλεσε ένα γεγονός που σημάδεψε όχι μόνο το ίδιο το ΟΑΚΑ, αλλά και μια ολόκληρη εποχή.
Η συγκεκριμένη δημοσίευση δεν αποτελεί απλώς έναν θεσμικό αποχαιρετισμό. Είναι ένας ύμνος στην πολιτιστική ταυτότητα του τόπου, μια αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο ο Διονύσης Σαββόπουλος μετουσίωσε τη μουσική σε συλλογική εμπειρία. Το ΟΑΚΑ, ως χώρος που φιλοξένησε τη μεγάλη αυτή βραδιά, αποδίδει τον ύστατο φόρο τιμής σε έναν δημιουργό που πίστεψε στη δύναμη του πλήθους, της ποίησης και της μουσικής. Έναν καλλιτέχνη που απέδειξε ότι το τραγούδι μπορεί να γεμίσει ένα στάδιο και να ενώνει ανθρώπους διαφορετικούς σε μία φωνή, μία ανάμνηση, μία συγκίνηση.
«Το ΟΑΚΑ θυμάται, το ΟΑΚΑ τιμά – καλό ταξίδι, Διονύση Σαββόπουλε
Ήταν 19 Σεπτεμβρίου 1983.
Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας – τότε νέο, ακόμη γυαλιστερό από τις ανάσες των Πανευρωπαϊκών Αγώνων του ’82 – άνοιγε τις πύλες του όχι για αθλητές, αλλά για ποιητές.
Και πρώτος, ο δικός του, ο τραγουδοποιός των καιρών και των ονείρων, ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Είκοσι χρόνια στο ελληνικό τραγούδι.
Είκοσι χρόνια δρόμος, από το «Φορτηγό» ως τα μεγάλα στάδια, από τις μικρές αίθουσες των νεανικών αναζητήσεων ως τη μεγάλη γιορτή του λαού.
Κι εκείνο το βράδυ, ο Σαββόπουλος κάλεσε όλη την Ελλάδα να γίνει μία φωνή – 80.000 ψυχές καθισμένες,
χιλιάδες όρθιες έξω απ’ το στάδιο, κι άλλες τόσες συντονισμένες στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, να ακούν τη μουσική σαν προσευχή σε ραδιοφωνική συχνότητα.
Η συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο δεν ήταν απλώς ένα γεγονός.
Ήταν ένα εθνικό συμβάν, ένα πανηγύρι ψυχής που χώρεσε μέσα του την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, τα όνειρα, τις ανησυχίες και τις αντιφάσεις της.
«Καλλιπλάστικο» το έλεγαν τότε, χαριτολογώντας ο Άρης Δαβαράκης και ο Ταχυδρόμος, μια καινούρια λέξη για το καινούριο στάδιο, ένα παιχνίδι ανάμεσα στο πλαστικό και το κάλλος, σαν να έλεγε κανείς πως το μέλλον, κι αυτό, ήθελε να είναι όμορφο.
Ο ίδιος ο Σαββόπουλος δίσταζε – Καλλιμάρμαρο ή Καλλιπλάστικο;
Πέτρα αρχαία ή πλαστικό μοντέρνο;
Τελικά διάλεξε το δεύτερο, κι εκεί, στο άνοιγμα του ουρανού, έστησε τη γιορτή του.
Κι όταν όλα τελείωσαν, όταν έπεσε ο ήλιος και τα φώτα του σταδίου έσβησαν, όπως έγραψαν Τα Νέα,
«Έπαιξε, βαλάντωσε, κι έπεσε να κοιμηθεί. Στην πραγματικότητα, αναπαύθηκε στις δάφνες του.»
Κι όταν ξύπνησε, ρώτησε για τον αντίκτυπο.
Του είπαν – «είναι και θετικός και αρνητικός».
Κι εκείνος, με το γνώριμο μειδίαμα της ψυχής, απάντησε:
«Ας είναι… θέλησα κι εγώ να ικανοποιήσω το παιδί μέσα μου.»
Κι ίσως, εκείνη τη νύχτα, αυτό το παιδί να μεγάλωσε μέσα σε όλους. Γιατί δεν ήταν μόνο μια συναυλία.
Ήταν η Ελλάδα που ξανασυναντούσε τον εαυτό της με μουσική, με ηλεκτρικές κιθάρες και λαϊκά βιολιά, με ποίηση και ρεύμα, με όνειρο και ιδρώτα, με χαρά και νοσταλγία.
Σήμερα, το Ολυμπιακό Στάδιο θυμάται.
Θυμάται τα φώτα, τις φωνές, τις χιλιάδες ανάσες που έγιναν μία.
Τιμά εκείνον που τόλμησε να κάνει το τραγούδι λαϊκή τελετουργία, να στήσει την ψυχή του μπροστά σε ένα πλήθος και να την αφήσει να τραγουδήσει χωρίς φόβο.
Καλό ταξίδι, Διονύση Σαββόπουλε.
Το παιδί μέσα σου δεν κοιμήθηκε ποτέ.
Απλώς συνέχισε να τραγουδά – κάθε φορά που η Ελλάδα θυμάται πως κάποτε, μια νύχτα του Σεπτέμβρη, στο Ολυμπιακό Στάδιο, τραγούδησε όλη μαζί.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ