Κάτω από τα οδοστρώματα της σύγχρονης Εγνατίας, οι δρόμοι της αρχαίας Θεσσαλονίκης αφηγούνται την ιστορία της. Μια ιστορία που ξεκινά από τον 3ο αι. π.Χ. και φτάνει μέχρι σήμερα. Οι πρόσφατες ανασκαφές στους σταθμούς Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου προσθέτουν σημαντικά νέα στοιχεία για τον αστικό ιστό της πόλης, οδηγώντας σε πιο ασφαλή και ολοκληρωμένα συμπεράσματα για τη λειτουργία και τη διαχρονία της.
Στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Η Θεσσαλονίκη των ρωμαϊκών χρόνων. Μια πόλη με ποικίλες όψεις», που διοργανώνει το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Κ.Ι.Θ.) του Δήμου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης Ελισάβετ-Μπετίνα Τσιγαρίδα και η αρχαιολόγος της ίδιας Εφορείας Σουλτάνα Πρωτοψάλτη παρουσίασαν «Νέα στοιχεία του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης με βάση τις πρόσφατες ανασκαφές του ΜΕΤΡΟ».
Η εικόνα που περιγράφουν αφορά έναν Decumanus, τον κύριο ανατολικο-δυτικό άξονα της πόλης, η χάραξη του οποίου ακολουθείται από τον 3ο αι. π.Χ. μέχρι σήμερα. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι η αρχαία ελληνιστική χάραξη αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά πάνω στην οποία στηρίχθηκε και η ρωμαϊκή πόλη. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες οι συζητήσεις και οι θεωρίες για τα όρια της αρχαίας πόλης, την έκταση και την οργάνωσή της, υπήρξαν πολλές και ενδιαφέρουσες. Τα νέα ανασκαφικά δεδομένα των σταθμών Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου, τα οποία ήρθαν στο φως στο πλαίσιο της κατασκευής του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου, συνιστούν αδιαμφισβήτητους μάρτυρες της ύπαρξης της ελληνιστικής πόλης σε αυτές τις περιοχές και της αστικής οργάνωσης κατά τα πρότυπα των μεγάλων ελληνιστικών κέντρων.
Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν είναι εντυπωσιακά: δρόμοι πλάτους 13-13,5 μ., κάθετοι άξονες με στοές, λίθινα κράσπεδα, παντορροϊκοί αγωγοί και πολλαπλά στρώματα χρήσης που τεκμηριώνουν τη συνεχή λειτουργία και μετασχηματισμό της πόλης. Στον σταθμό Βενιζέλου εντοπίστηκε, μεταξύ άλλων, ένας μακρύς διάδρομος με τουλάχιστον 55 εμπορικούς αμφορείς, ένδειξη έντονης εμπορικής δραστηριότητας και πιθανής αγοράς.
Η ανασκαφική έρευνα ήρθε να καταστήσει σαφές ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης από την αρχή εκμεταλλεύτηκε όλη της την επιφάνεια, δηλαδή και το θαλάσσιο μέτωπο και το πεδινό τμήμα, και φυσικά δεν περιορίστηκε στα ορεινά της τμήματα. Οι ανασκαφές αναδεικνύουν επίσης ποικιλία χρήσεων στους δημόσιους χώρους, όπως εργαστήρια, εμπορικούς χώρους, λατρευτικά ευρήματα και πολυτελή λουτρικά συγκροτήματα με συνεχή χρήση από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 7ο αι. μ.Χ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ανασκαφές έφεραν στο φως στρώματα καύσης που πιθανώς συνδέονται με την πυρπόληση των νεωρίων το 169 π.Χ., καθώς και ίχνη μεταγενέστερων καταστροφών του 3ου αι., ίσως σε σχέση με τις γοτθικές επιδρομές. Ταυτόχρονα, οι μαρτυρίες για τιμητικά ψηφίσματα και επιγραφικά μνημεία επιβεβαιώνουν την αίγλη της πόλης στους ρωμαϊκούς χρόνους.
Το συμπέρασμα που αναδύεται είναι από τη μία η επιβεβαίωση της συνέχειας και της κεντρικής λειτουργίας του Decumanus και από την άλλη, νέα στοιχεία για τη διασύνδεση δημόσιου, εμπορικού και λατρευτικού χώρου στον πυρήνα της πόλης. Και μην ξεχνάμε ότι η γειτνίαση με τη θάλασσα είναι ένα προτέρημα… Πάντοτε η Θεσσαλονίκη είχε το λιμάνι της, υπενθύμισε η κ. Τσιγαρίδα, συνοψίζοντας τη γεωγραφική λογική πίσω από την αστικοποίηση. Το διεθνές επιστημονικό συνέδριο συνεχίζεται και αύριο στο κτήριο του Κέντρου Ιστορίας (Μέγαρο Μπίλλη) με δωρεάν είσοδο, ενώ υπάρχει και δυνατότητα διαδικτυακής παρακολούθησης μέσω του καναλιού του Δήμου Θεσσαλονίκης στο YouTube.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
![]()
