Η ψυχική υγεία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη καρδιοαγγειακών παθήσεων και στη γενική ευημερία. Ατομα με αγχώδη διαταραχή και καρδιοαγγειακή νόσο αντιμετωπίζουν διπλάσιες πιθανότητες εμφάνισης επιπλοκών ή θανάτου. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, το 72% των ατόμων με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια εμφανίζουν αγχώδεις διαταραχές ή σχετικά συμπτώματα. Οι άνδρες με καρδιακή ανεπάρκεια εμφανίζουν κατάθλιψη σε ποσοστό 26%, ενώ στις γυναίκες το ποσοστό ανέρχεται στο 33%.
Τα εν λόγω συμπεράσματα προκύπτουν από ένα κείμενο ομοφωνίας που συνέταξε ομάδα εμπειρογνωμόνων από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Καρδιολογίας και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό European Heart Journal. Το κείμενο ανακοινώθηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας που διεξήχθη στη Μαδρίτη από τις 29 Αυγούστου έως την 1η Σεπτεμβρίου.
Για πρώτη φορά, η συσχέτιση της ψυχικής υγείας με την καρδιοαγγειακή νόσο τέθηκε στο προσκήνιο ενός καρδιολογικού συνεδρίου. Ο Χρήστος Λιονής, ομότιμος καθηγητής Γενικής Ιατρικής και ΠΦΥ της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, που συμμετείχε στην ομάδα των εμπειρογνωμόνων, τόνισε την αναγκαιότητα διεπιστημονικής προσέγγισης για την αντιμετώπιση των ασθενών.
Η μελέτη αναφέρεται επίσης στη σημασία της θετικής ψυχικής υγείας, όπου άτομα με χαρακτηριστικά αισιοδοξίας και υψηλής ικανοποίησης από τη ζωή φαίνεται να διατρέχουν χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιοαγγειακές παθήσεις. Αντίθετα, παράγοντες όπως η κοινωνική απομόνωση και το χρόνιο στρες που προέρχεται από αρνητικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιοαγγειακής νόσου.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, δόθηκαν οδηγίες στους επαγγελματίες υγείας, και κυρίως στους καρδιολόγους, να αξιολογούν αυτά τα χαρακτηριστικά κατά τις επισκέψεις τους, προκειμένου να παρεμβαίνουν όπου είναι δυνατόν, μειώνοντας έτσι το χρόνιο στρες και τη δυνατότητα ανάπτυξης καρδιοαγγειακών παθήσεων.
Επιπλέον, σε άτομα που έχουν υποστεί έμφραγμα ή καρδιακή ανεπάρκεια, η συχνότητα ψυχικών διαταραχών είναι ιδιαίτερα υψηλή, και η συμμόρφωση τους στις ιατρικές οδηγίες καθώς και η πιθανότητα υιοθέτησης ενός υγιεινού τρόπου ζωής είναι χαμηλή.
Πηγή περιεχομένου: in.gr